Να μ' έχεις πάντα όπως είμαι τώρα
[ Θωμάς Κοροβίνης / Ελλάδα / 04.03.20 ]-μνήμη Μανώλη Ρασούλη-
Σκυφτοπερπατούσε στην άκρη της παραλίας, συνήθως προς το μεσημεράκι, πάντα ολομόναχος, με τη μαύρη ρεπούμπλικα σήμα κατατεθέν τα τελευταία χρόνια, το μελανί αμπέχονο συχνά χιονισμένο, κυρίως στα πέτα, από ψιλές νιφάδες πιτυρίδας, σαν κομφετί, και το μούσι αντάρτικο, βυθισμένος σε σκέψεις αβυσσαλέες. Τι θεσπέσιος μονόλυκος! Πόσες αγέλες κάνει η πάρτη του! Ποιος ξέρει στον ξύπνο του κάθε λεπτό πόσες γυροβολιές στον πλανήτη να έκανε η ψυχή του, εκείνη η ολόφωτη μα στοιχειωμένη κι από ένα σωρό ανεξιχνίαστα μυστήρια ψυχή, που την διάβαζες, -μπορούσες και να την ψηλαφήσεις με το βλέμμα σου-, όταν την άφηνε να βγει ανάγλυφη στη ματιά του σε ώρες αναστάσιμες. Άμα βούρκωνε το μέσα του, ήταν σκέτος Επιτάφιος, έβραζε, τρελαινόταν, τα ’βαζε με θεούς και δαίμονες, αρπαζόταν ακόμη κι από μια αθώα λέξη σου ή έκανε σα να τον τσιμπούσε σφήκα μ’ ένα τυχαίο όνομα κι αδικούσε τότε πρόσκαιρα και σένα, μα προπαντός τον εαυτό του. Όμως και την ώρα της τσαντίλας του, γλυκός, πάντα γλυκός πολύ. Σα να ’κλαιγε χωρίς δάκρυα ήταν ώρες ώρες, έτοιμος να σωριαστεί, μου’ φερνε στο νου τον απαρνημένο Ασλάνογλου, τη μυστική του ζωή. Καμιά κουβέντα του όμως δεν την ολοκλήρωνε, επίτηδες, θαρρείς, την άφηνε κολοβή, να σε κρατάει σε αγωνία, να την ξαναπιάσει την άλλη φορά, μέχρι, περίμενες, να βάλει τελεία, που δεν έμπαινε όμως ποτέ. Στο μεταξύ, είτε στα πάνω ήταν, είτε στα κάτω του, -γιατί δεν διέθετε ουδετέρα ζώνη-, εσύ ξαναγινόσουν πρωτάκι του δημοτικού, που ρουφούσε τις εκρηκτικές κουβέντες του γενναίου, θηλυκού μυαλού του κι όταν χωριζόσασταν, ψαχνόσουν να βάλεις σε τάξη τη δική σου σκέψη και να δεις τι θα κρατήσεις και τι θ’ αφήσεις απ’ τα γεννήματα της πνευματικής καταιγίδας που σ’ είχε χτυπήσει ακαριαία.
Έσχιζε με βήμα ταχύ την παραλία κι έφτανε χωρίς στάση στο κέντρο. –Τον βλέπαμε κάπου κάπου να περνάει από μπροστά μας, μου λένε τώρα κάτι σπουδαστές, μα έτσι όπως πήγαινε, μοναχοπερπατητής, βιαστικός κι απροσπέλαστος, διστάζαμε να τον πλησιάσουμε, να του πούμε πόσο τον θαυμάζουμε, πόσο τον χρειαζόμαστε.
Συνδεθήκαμε στενά, ήταν ένας μεγαλύτερος πνευματικός αδερφός. Μου ξομολογούνταν τους καημούς του· όταν άρχιζε να ξεδιπλώνει τα μεράκια του, δεν είχε τελειωμό, θαρρείς και παραμυθιαζόταν ο ίδιος με τα λόγια του. Βαριά παράπονα τον έκαιγαν, έφτανε στην υπερβολή. Δεν του ’λεγα τα δικά μου, απέφευγα, δεν ήθελα, βαρύθυμος όπως ήταν, να τον φορτώσω. -Τη βλέπεις; Ήταν η Χ., ένα κορίτσι χρυσό. Δεν είναι πια η Χ., τώρα έγινε η Α. Με το χαϊδευτικό της τη φώναζα, ήταν η μικρότερη αδερφή μου. Τώρα εμάς μας ξέχασε. Άλλο Α και άλλο Χ. –Τι θες να κάνει, ρε φίλε; -Να μου στείλει κάνα πουκάμισο, ξέρω γω, να ρωτήσει, πώς τη βγάζεις, ρε Μανώλη; Γελούσαμε κι οι δυο. Τον έπαιρνα αγκαζέ και τον κουβαλούσα με το ζόρι στις διαδηλώσεις. Πόσες φορές στην πλατεία Δικαστηρίων, πιο παλιά, όταν συγκεντρώνονταν όλοι εν σώματι, και οι σκληροπυρηνικοί και οι «ρεβιζιόνες»! –Τι να κάνω τώρα εγώ εκεί μέσα; -Εδώ είναι η θέση σου, δεν είσαι για να κλειδώνεσαι στο οντά σου, εσύ είσαι λίγο σαν τοτέμ, ανακατέψου με τον κόσμο, δεν κοιτάς που μας ξεβράκωσαν; Σε βλέπουν και παίρνουν θάρρος. Ερχόταν με τα πολλά και το φχαριστιόταν.
Τον πέτυχα και σε βαριά καψούρα. Μιλούσε αργά, με το κεφάλι χαμηλά κι είχε μαζέψει στο βλέμμα του όλη τη θλίψη του ντουνιά. Έβγαινε από μέσα του μια μυστηριακή φλόγα απόκοσμη, σαν των δερβισάδων που περιδινούνται θεόπληκτοι στη σάλα του τεκκέ ή σαν φακίρη της Καλκούτας πάνω στον ταβά με τις πρόκες.
Με φουρτουνιάζει ο έρωτας,
φοβάμαι μη βουλιάξω,
στης αγκαλιάς σου το βυθό
παντοτινά ν’ αράξω.
Είχε τελευταία κλειστεί πολύ, είχε μαζέψει η ζωή του, φαινόταν από μακριά πως τον έτρωγαν σεκλέτια βαριά. Ό, τι του ’χε απομείνει απ’ τις εποχές της σαπίλας και της χαμέρπειας τού το σάρωνε τώρα ο καιρός της μιζέριας και της ένδειας. –Καμιά ώρα έτσι όπως κάνεις θα σκάσεις, δεν είναι κρίμα; -Ποιος ξέρει τι ’ναι κρίμα; Πάντως άμα σκάσω, θα κάνω ένα μπαμ, ν’ ακουστώ ως τα πέρατα. –Σ’ αγαπώ, Μανουέλ. Θέλω να είσαι εδώ, παρών, μαζί μας, και τρεις μήνες να κάνω να σε δω, ξέρω ότι είσαι στο μετερίζι σου και παλεύεις. Από ποιον να πιαστώ; Απ’ τα μικρά; Δεν έχει αναστήματα πια η πόλη. Κρατιέμαι κι εγώ από σένα, αδερφέ… –Εσύ να μην αλλάξεις, συναγωνιστή. Και να λείψω, -μ’ ακούς;-, να μ’ έχεις πάντα όπως είμαι τώρα. –Παράτα τη Θεσσαλονίκη, τη βαρέθηκες και δε σ’ αφήνει ο εγωισμός σου να το παραδεχτείς, κατέβα κάτω. –Καλά είμαι εδώ, δεν πάω εγώ σ’ αυτούς.
Ήξερε πως δεν είχε τη δύναμη να κάνει καμιά ανατροπή, ήθελε όμως να πιστεύει πως η παρουσία του και η δραστηριοποίησή του εδώ ενίσχυε την ανάγκη να ισορροπήσει ο αδικημένος αλλά πιο ανθρώπινος κατά την κρίση του βορράς με το σκάρτο, το «πούστικο» παιχνίδι της πρωτεύουσας. «Τσαμπουκαλεύομαι την Αθήνα», έλεγε και ξανάλεγε, «μαζεύτηκε εκεί κάτω όλη η φύρα». –Όλη η χώρα είναι χαλασμένη, φίλε. Κάποτε είχαμε λαό, δεν έχουμε ούτε λαό. –Ξόφλησε το Νταλαροπανταζιστάν. –Ναι, το Κατεργαριστάν.
Σπάνια να τον παρασύρω σε ταβέρνα, δεν πολυέπινε. Δεν κάπνιζε κιόλας, δεν τον είδα ποτέ με τσιγάρο. Ήταν μακριά από καταχρήσεις, ως φαίνεται. Και λιτοδίαιτος. Η καρδιά του, η πονεμένη καρδιά του τον πρόδωσε. Μπαμ και κάτω! Έμειναν τα τραγούδια του, τ’ αμάραντα. Κι η σκιά της λουλουδιασμένης ψυχής του –όλους τους συμπονούσε κι ας γκρίνιαζε- μα κι η αγαθή μνήμη απ’ τις ατέρμονες κουβέντες μαζί με τις σοφές ρήσεις του. Και το τρελό του χιούμορ! Στην κηδεία του Κουγιουμτζή τον προέτρεψα να χαιρετήσει τον μεγαλόσχημο αοιδό : -Μίλα του, μουσαφιραίοι είμαστε, για μια ψυχή ζούμε. –Μα αυτός δεν έχει ψυχή, απάντησε.
Το φινάλε του το προέβλεψε, είναι φανερό, έτσι γίνεται με τους προφήτες. Επέπρωτο να το ζήσω. Δέκα μέρες πριν «πετάξει», τον προσκάλεσα να χαιρετήσει σε μια εκδήλωση που είχα οργανώσει στην Αθήνα. Ήταν τσαλακωμένος, βαρύς. Είχε βουλιάξει σε μια πολυθρόνα ακουβέντιαστος. Είχε βγάλει τη ρεπούμπλικα. Του χάιδεψα τρυφερά το κεφάλι, τίναξα με το χέρι μου την ψιλή πιτυρίδα απ’ τους ώμους του.-Άσε με, μη μου κολλάς! Εδώ άλλοι! –Σ’ αγαπώ! Ανέβα, σε παρακαλώ, τελευταίος, Μάνο, πες ό, τι θες. –Θα σας πω ένα ριζίτικο του Κάτω Κόσμου, δήλωσε, κι όποιος καταλάβει, κατάλαβε.
Είχα ανατριχιάσει όταν το άκουγα μα δεν είχα «καταλάβει». Περάσαν δεκαπέντε μέρες κι ήρθαν τα μαντάτα του. Την επομένη με πήρε η Ζυράννα. –Πάει κι ο τελευταίος ρομαντικός! Μα να μην το πάρουμε χαμπάρι; Χαροπατημένος ήτανε! Αφού μας το ’πε καθαρά προχθές ο άνθρωπος, «φεύγω», μας αποχαιρέτησε για πάντα εκείνο το βράδυ!
*Ο Μανώλης Ρασούλης απεβίωσε από έμφραγμα σε ηλικία 65 ετών στην Θεσσαλονίκη, στις 5 Μαρτίου 2011 και βρέθηκε νεκρός στις 13 Μαρτίου.
**Το κείμενο περιλαμβάνεται στην συλλογή αφηγημάτων του συγγραφέα Θωμά Κοροβίνη
«ΤΙ ΠΑΘΟΣ ΑΤΕΛΕΙΩΤΟ», εκδόσεις ΑΓΡΑ, 2014.