Να μάθει η Βενετιά πώς κλαίνε

[ Γιώτα Αναγνώστου / Ελλάδα / 26.08.19 ]

Έβαλα το σκουσμό εκείνο το πρωί. Ήταν εκείνο το πρωί που έχασα τη σακοράφα μου. Παλιά και σκουριασμένη, με την καμπουρίτσα της να μου θυμίζει τη βαβούσιω μου που μου την είχε δοσμένη. Έφερα το σπίτι δυο-τρεις φορές γύρα και δεν την ηύρα πουθενά. Μετά έβαλα το σκουσμό. «Τι χουγιάζεις μωρή;». Τη σακοράφα μου χαλεύω. «Σιγά μη χάσει η Βενετιά βελόνι». Τι κατέχετε εσείς μωρέ; Εγώ μ’ αυτή τη σακοράφα έραβα τα τσουβάλια και χοροπηδάγαν τα παιδούρια, συνάρμοζα φύλλο-φύλλο τις βελέντζες να σκεπαίνονται και τα τσουράπια μπάλωνα και τα σαλβάρια τους, έραβα καραβόπανα τις νύχτες και ταξίδευα σε πέλαγα βουνίσια. Κι αν δεν τον νιώθει τούτο το χαμό η Βενετιά σας  με γεια της με χαρά της, ας μείνει με τα βελονάκια της αυτά που ράβουν τις χρυσές κλωστές για τα μεταξωτά βρακιά της και τους επιδέξιους απαυτούς της. Όλα της τα βελόνια δεν πιάνουν μια μπροστά στη σακοράφα μου.