Να απομένεις μόνος...

[ Μαργαρίτα Μανώλη / Ελλάδα / 05.10.18 ]

Μόνος. Μετά εξήντα χρόνια. Η λατρεμένη του δυο χρόνια στο χώμα. Τώρα εκείνος δε ζούσε. Απλώς τα κουτσοβόλευε. Με ατέλειωτες ώρες μπροστά στην τηλεόραση και μια διαρκώς αυξανόμενη πικρία. Η λάμψη στα μάτια του είχε από καιρό χαθεί. Και απόμειναν θλίψη και γηρατειά και πεσμένα βλέφαρα.

Η αγάπη ήταν το θεμέλιο πάνω στο οποίο έχτισε το σπιτικό του. Και τώρα το οχυρό ξεθεμελιώθηκε. Και νάτος τώρα, πεσμένος στα τέσσερα, λαχανιασμένος. Βάζει τα δυνατά του να σηκωθεί. Στέκεται ριζωμένος. Η ανημπόρια του τον χτύπησε κατακούτελα. Σαν κεραμίδι. Στο μυαλό του τρέχει. Τρέχει σαν άλογο προς το τέρμα της κούρσας.

Έξω μια δυνατή νεροποντή. Αχνός σκέπασε τα παράθυρα. Το σπίτι ήσυχο σαν τάφος. Μόνο το βουητό του ψυγείου. Και το βουητό από το αίμα του που τρέχει στις φλέβες. Λες και το σπίτι είχε ρίξει κι αυτό τις άμυνές του. Και τώρα στεκόταν ασάλευτο περιμένοντας το πεπρωμένο του. Ένιωθε τη μέρα να παραπαίει και να χάνεται. Αυτό ήταν άραγε το τέλος;

Οι άνθρωποι ποτέ δεν είναι έτοιμοι να πεθάνουν. Νομίζουν πως θα ζήσουν για πάντα. Και τη συγγνώμη που χρωστούσε στο φίλο; Και το σ΄ αγαπώ στη μοναχοκόρη του που δεν το ΄λεγε συχνά; Νομίζεις πως έχεις χρόνο. Κι έρχεται μια μέρα που δεν έχεις πια. Κι ύστερα θα είναι, απλώς, αργά.

Ο γείτονας που θορυβήθηκε απ΄το θεόκλειστο σπίτι τον βρήκε. Πεσμένο κατάχαμα, μέσα στη δυσοσμία. Το σπασμένο πόδι θα γιατρεύονταν. Η σακατεμένη του περηφάνια; Ο θυμός τον τύλιγε σα φλογερό νέφος. Είχε ανάγκη να κλάψει. Να βγάλει το θυμό του και να γίνει κομμάτια.

Η κατάρα να απομένεις μόνος.