Katerina Schina (Fb)
Στον πρόλογο της "Αγαπημένης" που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος, η Τόνι Μόρισον περιγράφει τη στιγμή, που έχοντας εγκαταλείψει την άχαρη δουλειά της στον εκδοτικό οίκο Random House, όπου την αντιμετώπιζαν με καχυποψία επειδή τα βιβλία που πρότεινε και επιμελούνταν "δεν απέφεραν 'χοντρά λεφτά'", αποφασίζει ότι θα ζήσει αποκλειστικά από το γράψιμο. Είναι μια στιγμή επιφοίτησης, θα έλεγε κανείς, μια στιγμή άγριας ελευθερίας. Όταν ο φόβος για τον βιοπορισμό υποχωρεί υπέρ μιας αίσθησης αυτονομίας που, έστω στιγμιαία, αψηφά την ασφάλεια: "Λίγο μετά την τελευταία μου μέρα στη δουλειά, καθισμένη μπροστά στο σπίτι μου στην προβλήτα του ποταμού Χάντσον, συνειδητοποίησα ότι δεν αισθανόμουν την ηρεμία που προσδοκούσα, αλλά έντονη νευρικότητα. Διέτρεξα νοερά τον κατάλογο με τα προβλήματά μου και δεν εντόπισα κάποιο καινούργιο ή ιδιαίτερα πιεστικό. Ήταν αδύνατον να εξιχνιάσω τι ήταν αυτό που τόσο απροσδόκητα είχε αρχίσει να με βασανίζει, μια μέρα τόσο τέλεια, μπροστά σ' ένα τόσο γαλήνιο ποτάμι. Δεν είχα κάποια συγκεκριμένη υποχρέωση και από μια τέτοια απόσταση δεν θα άκουγα το τηλέφωνο, αν χτυπούσε. Άκουγα την καρδιά μου, ωστόσο, να ποδοβολάει στο στήθος μου σαν πουλάρι. Ξαναγύρισα στο σπίτι για να διερευνήσω αυτήν την ανησυχία, που έμοιαζε σχεδόν με πανικό. Ήξερα τι είναι ο φόβος∙ αυτό εδώ ήταν διαφορετικό. Και ξαφνικά κατάλαβα, σαν σε έκλαμψη: ήμουν ευτυχισμένη, ελεύθερη όπως ποτέ άλλοτε. Ήταν το πιο παράξενο συναίσθημα. Δεν ήταν έκσταση, δεν ήταν ικανοποίηση, δεν ήταν η πληρότητα που έρχεται από την απόλαυση ή την επιτυχία. Ήταν μια πιο αγνή χαρά, μια άγρια προσδοκία και μια βεβαιότητα. Η Αγαπημένη πραγματοποιούσε την είσοδό της".