Μπορούν οι δεξιές να είναι φεμινίστριες;
[ Κατέ Καζάντη / Ελλάδα / 08.03.22 ]“Ζητήστε δουλειά. Αν δεν σας δώσουν δουλειά, ζητήστε ψωμί. Αν σας αρνηθούν και τα δυο,έχετε το ιερό δικαίωμα να κλέψετε το ψωμί” (Έμα Γκόλντμαν, Νέα Υόρκη, 1893)
Διαβάζουν οι δεξιές του αστικού δικαιωματισμού Κλάρα Τσέτκιν; Έμα Γκόλντμαν; Αντζελα Ντέιβις; Γνωρίζουν ότι η 8 του Μάρτη ως Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας καθιερώθηκε ως ημέρα μνήμης της μεγάλης απεργίας, του 1857, στη Νέα Υόρκη, όπου οι διαδηλώσεις των γυναικών εργατριών στα υφαντουργεία -ζητώντας εξίσωση μισθών με τους άντρες εργάτες, ανθρώπινες συνθήκες δουλειάς και μείωση ωραρίου- πνίγηκαν στο αίμα; Ότι έφτασε σε μας από τη Β΄ Διεθνή Διάσκεψη των σοσιαλιστριών γυναικών, το 1910, στην Κοπεγχάγη, έπειτα από πρόταση της κομμουνίστριας Κλάρας Τσέτκιν; Και εάν τα ξέρουν, πώς γίνεται να ποτέ σ’ αυτά, ως μια ασήμαντη υποσημείωση της ιστορίας; Και πώς γίνεται να υπηρετούν διπλή ταυτότητα, και της δεξιάς γυναίκας που τάσσεται με τη μεριά της εκμεταλλεύτριας τάξης και της φεμινίστριας που τάσσεται ενάντια στην έμφυλη εκμετάλλευση;
Οι μεγάλες απεργίες στις ΗΠΑ, με τους γυναικείους άλλοτε νικηφόρους κι άλλοτε όχι, αγώνες δεν προέκυψαν, φυσικά, σε ιστορικό κενό. Η καπιταλιστική ανάπτυξη, τέτοια που πια απαιτούσε όλο και περισσότερα χέρια για να βγει η παραγωγή, ενέταξε στις, πολλαπλής φύσεως, αλυσίδες της τα θηλυκά, ως άλλη φτηνή μαγιά για υπερκέρδη. Από τις Αγγλίδες εργάτριες που έφτιαχναν γάντια (1804) στις οι Γαλλίδες καπελούδες (1831) και από κει στις ΗΠΑ, στη μεγάλη απεργία του 1820 στις βιοτεχνίες ρούχων και του 1836 των εργατριών βαμβακιού στη Μασαχουσέτη, οι αγώνες για τα έμφυλα εργατικά δικαιώματα των ίσων αμοιβών για την ίδια δουλειά κλιμακώνονταν. Και συνεχίζονται έως σήμερα.
Αλλά ο καπιταλισμός ήταν και, φυσικά, παραμένει ένα αρρενωπό σύστημα. Λευκά πετυχημένα αρσενικά αλλά και μαύρα πετυχημένα αρσενικά επίσης: “όταν σκέφτονται ηγέτες φαντάζονται μαύρους και χαρισματικούς άντρες”, έλεγε η Άντζελα Ντέιβις. Αυτό το υπόδειγμα – πρότυπο, με αρσενικά χαρακτηριστικά, μιμούνται οι γυναίκες. Η θηλυκότητα για να γίνει ανεκτή τυποποιείται με τέτοιο τρόπο ώστε οι θέσεις εξουσίας να “επανδρώνονται” κυριολεκτικά και μεταφορικά. Οι “πετυχημένες” ακολουθούν πιστά την αντρική, μάτσο, συνταγή: αυστηρότητα, αναλγησία, προτεσταντική εμμονή στην εργασία. Ο καπιταλισμός ζητά εκμεταλλευτές και εκμεταλλεύτριες. Ανδρόγυνες τυποποιήσεις, ανταγωνιστικές, με μικρές εξαιρέσεις προς επιβεβαίωση των κανόνων που το σύστημα θέτει, παρουσιάζονται ως το επιθυμητό ανθρωπολογικό μοντέλο. Ακόμα και στη βιοηθική της γέννας: η γυναίκα καριέρας τεκνοποιεί μεν, αλλά δουλεύει “σαν άντρας”. Οφείλει δε να νιώθει πολλαπλές τύψεις, προς το αφεντικό, προς τα παιδιά της και προς κοινωνία ταυτόχρονα. Αλλιώς, να κάτσει σπίτι της, ωσάν την Παναγία.
Έτσι οι γυναίκες ως υποκείμενα αλλοτριώνονται περισσότερο από τους άνδρες: η, ούτως ή άλλως, αλλοτριωτική φύση της εργασίας τις αναγκάζει να μετέρχονται όλες εκείνες τις στερεοτυπικές συμπεριφορές που αναπαράγουν οι αρσενικοί. Επί της ουσίας, υποχρεώνονται σε μεταλλαγή ταυτότητας: οι κατά καιρούς “σιδερένιες κυρίες” που φτάνουν ψηλά είναι εκείνες που χτυπούν τη γροθιά στο τραπέζι και επιβάλλουν την τάξη εξουσιαστικά κι “αντρίκια”.
Αλλά το φεμινιστικό κίνημα ουδέποτε επιζήτησε απλή εναλλαγή των φύλων στην εξουσία. Να αντικαταστήσεις τον λευκό χριστιανό άνδρα με τη λευκή χριστιανή γυναίκα, διατηρώντας την εξουσιαστική δόμηση, ώστε αντί άντρες να καταπιέζουν άντρες και γυναίκες, γυναίκες να καταπιέζουν πάλι άντρες και γυναίκες, δεν είναι, προφανώς, το ζητούμενο. Να υπερασπίζεσαι, άρα, το υπάρχον, εξ ορισμού και πατριαρχικό, σύστημα και να δηλώνεις ταυτόχρονα φεμινίστρια/στής, είναι αντινομία. Και μπορεί μεν οι γυναίκες της δεξιάς να μάχονται για την αυτοδιάθεση του σώματος, επί παραδείγματι, τις σεξουαλικές παρενοχλήσεις ή τις ίσες αμοιβές και την εκπροσώπηση στις θέσεις ευθύνης, μπορούν να φτιάχνουν ΜΚΟ και να ομιλούν δημόσια για όλα τούτα, αλλά δεν αμφισβητούν, λόγω ιδεολογίας, τις σχέσεις εκμετάλλευσης εν γένει. Καταφάσκοντας στο πολιτικό σύστημα που αναπαράγει τις ταξικές ανισότητες, καταφάσκουν ταυτόχρονα σε κάθε λογής ανισότητα. Ακόμα και στην έμφυλη. Διότι: εάν θεωρείς νόμιμο και ηθικό τον διαχωρισμό των ανθρώπων σε άξιους/καπάτσους με προνόμια και ανάξιους δικαιολογημένα άρα άνευ προνομίων, επί της ουσίας δικαιολογείς, κι ας μην το ξέρεις, κι ας μην το ομολογείς, όλη την πατριαρχική λογική που εκκινεί από το αντρικό προνόμιο της σωματικής ρώμης.
Ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, του νόμου Τσιάρα για τη συνεπιμέλεια και του νόμου Χατζηδάκη για τα εργασιακά, οι υπουργίνες του και οι υπουργοί του, ό,τι και να πουν για την ισότητα, ή άλλα παρόμοια ηχηρά, κρίνεται βαθύτατα υποκριτικό. Το αυτό και η εκπρόσωπος της εργαλειοποίησης των γυναικών, Κατερίνα Σακελλαροπούλου.