Μνημόσυνη πεζοπορία στις σκιές
[ Δημήτρης Χριστόπουλος / Ελλάδα / 30.07.19 ]«Σκαλί σκαλί κατεβαίνω στην ψυχή των απόντων, μνημόσυνη πεζοπορία στις σκιές. Στα ρουμάνια και τις βρύσες. Στους θρύλους και τις παραδόσεις, τους ήχους της φύσης και τα κρυφομιλήματα των τόπων. Σε όσα σου εκμυστηρεύτηκαν τα βουνά, οι σπηλιές, τα δέντρα, τα πρόβατα και οι άνθρωποι στις πολύχρονες περιπλανήσεις σου από πέτρα σε πέτρα, από μύλο σε νεροτριβή, από ρυάκια σε ποτάμια, από καλντερίμια σε πλατείες, βρύσες και κατώγια» (σ. 80)
Ο Αυδίκος μάς δίνει ένα μυθιστόρημα όπου ένας συγγραφέας γράφει πώς ο εικοσιπεντάχρονος Κρυστ Σούλτις έγινε συγγραφέας και τελικά ο ίδιος ο συγγραφέας μας κατέληξε να γράψει αυτό το βιβλίο.
Ο Αυδίκος, με εργαλείο την για χρόνια σφυρηλατημένη γραφή του στο αμόνι της παράδοσης, σκάβει βαθιά στο παρελθόν, να βρει πολύτιμα κοιτάσματα, γλωσσικούς θησαυρούς, μαλάματα έκφρασης αλλά και αναγκαίους οδοδείκτες για το παρόν και το μέλλον. «Ήρθε η ώρα να θυμηθώ. Να κερδίσω το μέλλον». Η περιπλάνηση στο λογοτεχνικό μας παρελθόν όχι ως νοσταλγική αναπόληση και μυθοποίηση της ηθογραφίας και φόρος τιμής σ’ έναν άδικα λησμονημένο ποιητή, αλλά ως αδήριτη αναγκαιότητα να ιχνηλατήσουμε ένα μονοπάτι που θα μας βγάλει σε ένα ξέφωτο. «Έρχονται μέρες που ξανακερδίζω τ’ όνομά μου. Νάρκη ψυχή θα σε πατήσω σαν οχιά».
Λένε πως ένα βιβλίο είναι ο καθρέφτης του αναγνώστη του. Πως στις γραμμές του αλλά και πίσω από αυτές και ανάμεσα σε αυτές, εκεί στις πολύτιμες σιωπές και αποσιωπήσεις του, ο αναγνώστης θα δει να αχνοφαίνεται ο ίδιος, οι σκέψεις και οι ανομολόγητες επιθυμίες του. Προσωπικά αυτό που είδα είναι ο αγώνας ενός ανθρώπου αγνού και απροσάρμοστου στο αστικό περιβάλλον της εποχής του να προσπαθεί να μείνει πιστός στην κοινωνική αποστολή της τέχνης του και στις αξίες με τις οποίες είχε μεγαλώσει. Ο Αυδίκος λοιπόν δανείζει τη φωνή των χαρακτήρων του για να μιλήσει ο ίδιος ο ποιητής για τα ανομολόγητα, για να δώσει στις λέξεις του ποιητή μια δεύτερη ζωή.
Λέει στη σ. 136, ένας όμορφα πλασμένος χαρακτήρας του βιβλίου, η Φωτεινή (κι εδώ να πω ότι ο Αυδίκος πλάθει αριστουργηματικά όλα τα γυναικεία πρόσωπα), η οποία νιώθει να επιστρέφει στο μυαλό της ο ποιητής και μέσα σε όνειρο (ή μήπως δεν είναι όνειρο) να της ψιθυρίζει:
«Η τέχνη έχει ανάγκη από λιακωτό. Να βγει από τα υπόγεια της μνήμης, όπου ο σκόρος τρώει τα σωθικά της. Να νιώσει τις ηλιαχτίδες της έγνοιας των νεότερων. Να ’ξερες πόσοι σαν και μένα πεθαίνουν στον κόσμο των σκιών, πεταμένοι σε κάποιο δωμάτιο. Αποσυνάγωγοι. Το χειρότερο στην άλλη όχθη του Αχέροντα είναι η καταχνιά και η μούχλα. Οι νεκροί είναι σαν το έμβρυο μιας παλίνδρομης κύησης. Σουφρώνουν. Συρρικνώνονται. Γίνονται λίπασμα μιας μνήμης που χάνει συνεχώς τη δύναμή της και χρειάζεται καινούρια ξύλα, σαν τη φωτιά που πάει να σβήσει».
Θα ήταν παράτολμο να κατατάξουμε το βιβλίο σε κάποιο λογοτεχνικό είδος. Άλλωστε τα όρια είναι πολλές φορές ρευστά, όταν έχουμε να κάνουμε με ένα έργο πρωτεϊκό, πολυδιάστατο. Θα έλεγα, ωστόσο, πως περισσότερο προσιδιάζει στη μυθιστορηματική βιογραφία, αξιοποιώντας ταυτόχρονα πολλές αφηγηματικές τεχνικές. Παρόλ’ αυτά, ο Αυδίκος δεν έγραψε μια τυπική μυθιστορηματική βιογραφία, όπως οι πλείστες που κάθε χρόνο εκδίδονται.
Πρώτον, πρόκειται για ένα πολυφωνικό μυθιστόρημα με πολλές αφηγηματικές φωνές και πολλά επίπεδα λόγου. Κι αυτό αναμφίβολα πιστώνεται στον πολύπειρο συγγραφέα. Ενώ στο πρώτο κεφάλαιο έχουμε τριτοπρόσωπη εστιασμένη αφήγηση, στη συνέχεια τη διαδέχεται κατά κύριο λόγο η πρωτοπρόσωπη με τη μορφή συχνά της επιστολικής αφήγησης και των ονειρικών παρεκβάσεων.
Δεύτερον, η πλούσια διακειμενικότητα που είναι διπλή κατεύθυνσης: από τη μία, ο Κρυστάλλης και τα πρόσωπα που έπαιξαν ρόλο στην τέχνη και στη ζωή του, όπως ο Μητσάκης και ο Καβάφης, με τον οποίο ήταν σχεδόν συνομήλικοι. «Είχε μια στωικότητα που σχεδόν με συγκλόνισε. Μ’ άρεσε ο τρόπος του. Ρούφηξε με τον δικό του τρόπο τη ζωή κι αυτό τον έκανε ατάραχο» (σ. 137).
Από την άλλη, ο συγγραφέας ο οποίος συνομιλεί σε πολλά επίπεδα με ένα πλήθος κειμένων, και τα οποία προς τιμήν του αναφέρει στο τέλος του βιβλίου. Έχοντας αυτό ως οδηγό, κατανοούμε ότι ένα λογοτεχνικό έργο δεν είναι απλώς η δημιουργία ενός λογοτέχνη, αλλά είναι επίσης και το αποτέλεσμα της σχέσης με άλλα κείμενα και με την ίδια τη δομή της γλώσσας. Όπως σημειώνει η JuliaKristeva «Κάθε κείμενο, είναι ένα μωσαϊκό που συγκροτείται από υπομνήσεις. Κάθε κείμενο αφομοιώνει και μεταμορφώνει ένα άλλο». Με την εισαγωγή της διακειμενικότητας το κείμενο παύει να αντιμετωπίζεται ως μια αυθύπαρκτη κλειστή οντότητα, κάτι ερμητικά κλειστό. Αντίθετα, τα κείμενα μεταξύ τους συγκροτούν ένα παλίμψηστο, το οποίο διαρκώς ανανεώνεται με κάθε λέξη, με κάθε κείμενο που προστίθεται και αλληλεπιδρά. «Κάθε κείμενο είναι ένα υφαντό παλαιότερων αναφορών» υποστηρίζει ο Roland Barthes. Η διακειμενικότητα, επομένως είναι ένα πεδίο, τόσο γενικό που η πηγή του είναι αδύνατον να εντοπιστεί. Η λειτουργία της είναι ασυνείδητη».
Το βιβλίο είναι αφιερωμένο στον ξεχωριστό ποιητή της γενιάς του ’70 Μιχάλη Γκανά. Κι αυτό προφανώς δεν έχει να κάνει με τα ποιητικά σπαράγματα που ενσωματώνονται στο βιβλίο ούτε με τον κοινό γενέθλιο τόπο της Ηπείρου που μοιράζονται ο Κρυστάλλης, ο Γκανάς και ο Αυδίκος. Ο Κρυστάλλης και ο Γκανάς είναι τραγουδιστές-ποιητές, «παλιομοδίτες» για τους πολλούς. Το 2012 όταν κυκλοφόρησε η συλλογή “Άψινθος” σε συνέντευξή του σχετικά με τη συλλογή, τον τρόπο γραφής του και τη μομφή ότι είναι παλιομοδίτης, ο Μιχάλης Γκανάς απαντά: «Ναι, αν σκεφτείς ότι είμαι επηρεασμένος ακόμα από το δημοτικό τραγούδι. Όλα τα θέματά μου θα μπορούσαν να τα πουν παλιομοδίτικα. Όταν έβγαλα το ’78 το πρώτο μου βιβλίο με θεώρησαν παλιό, ερχόμουν από έναν κόσμο μακρινό. Και σήμερα ακόμα νιώθω ότι συνεχίζω αυτόν τον κόσμο. Αυτοί σταμάτησαν να τραγουδούν, εγώ συνεχίζω. Το δημοτικό τραγούδι ήταν η κιβωτός μου, η σωτηρία μου. Ένας οικείος λόγος που βρίσκεται μέσα στην αναπνοή του Έλληνα. Επίσης, πέρα από το δημοτικό τραγούδι, υπάρχει και η ίδια η γλώσσα η ομιλούμενη, που έχει μουσικότητα και ακρίβεια στην έκφραση, παρρησία και αυτάρκεια. Αν τελικά κατάφερα κάτι, ήταν με τον τρόπο που τα είπα, και αυτό είναι το πιο σημαντικό στη λογοτεχνία».
Θαρρώ πως τώρα καταλαβαίνουμε καλύτερα τι είναι αυτό που συνδέει υπόγεια τους τρεις συντοπίτες δημιουργούς. Όχι, δεν πρόκειται για δεσμούς αίματος που κάποιοι προγονόπληκτοι θα έβλεπαν. Ούτε για κάποια μεταφυσική εθνολογική συγγένεια. Ούτε, πόσω μάλλον, για κάποια τοπικιστική οίηση. Δυσκολεύομαι, είναι αλήθεια, να το προσδιορίσω. Κι όμως διαβάζοντας εκ νέου τον Κρυστάλλη μέσα από τη ματιά του Γκανά και του Αυδίκου, διαπιστώνουμε πως τόσο ο Κρυστάλλης όσο και ο Γκανάς αν και ζουν στην Αθήνα σαν εσωτερικοί μετανάστες, ένα γυαλί τους χωρίζει από αυτή την πόλη. Και οι δύο δεν κατάφεραν να σπουδάσουν, εργάστηκαν σκληρά, ενώ η ποίηση τούς τραβούσε από το μανίκι. Τόσο η ποίηση του Κρυστάλλη όσο και αυτή του Γκανά φέρνει στο μυαλό μας τον Νίκο Γκάτσο. Ευαισθησία και γνήσια λαϊκότητα θα ομολογούσαμε ότι κρύβονται στη δημιουργία τους.
Τελικά, η «Οδός Οφθαλμιατρείου» είναι ένα ηπειρώτικο μοιρολόι που ακούμε σ’ ένα Αυγουστιάτικο πανηγύρι, από και για τον Κρυστάλλη. Ένα μοιρολόι σαν αυτό που έγραψε ένας Αμερικάνος, ο Κρίστοφερ Κινγκ, άλλος ένας Αμερικάνος παρόμοιος με τον Κρυστ, τη λογοτεχνική persona του Αυδίκου, που αφήνει την παγκοσμιοποιημένη αλλά απρόσωπη πραγματικότητα των ΗΠΑ, για να επισκεφθεί τον γενέθλιο τόπο του Αλέξη Ζούμπα, του Κίτσου Χαρισιάδη και του Κων. Κρυστάλλη κι εκεί να βυθιστεί στον Αχέροντα της μνήμης για να συναντήσει ξεχασμένες φωνές. Ανθρώπους που ξέρουν να πενθήσουν και ξέρουν να γλεντήσουν. Άλλωστε αυτό δεν είναι η ελληνική ποίηση, αυτό δεν είναι η τέχνη; Ένας επινοημένος κόσμος πιο αληθινός απ’ αυτόν που ζούμε, που καλείται να περισώσει έναν άλλο πανάρχαιο κόσμο συμβόλων που συγκρότησε τη ζωή στην ελληνική ύπαιθρο. Ένας κόσμος που όπως υποστηρίζει ένας άλλος ποιητής μας, ο Κώστας Κουτσουρέλης, «δεν γνώριζε ακόμη την κοφτή διάκριση μεταξύ συναισθήματος και διανοίας, φύσεως και πολιτισμού, ατόμου και συλλογικότητας, και που γι’ αυτό ήταν απαλλαγμένος και από τα δυο εκείνα άχθη που εφ’ όρου ζωής κουβαλάει στις πλάτες του ο νεωτερικός άνθρωπος».
Η ποίηση του Κρυστάλλη, όπως εξομολογείται ο Ιανός, ο μυθιστορηματικός χαρακτήρας του Αυδίκου, «μου έδωσε τη γλώσσα να εκφράσω τα συναισθήματά μου. Να ωριμάσω. Μ’ έμαθε να κοιταχτώ στον καθρέφτη. Να τον κοιτάω κατάματα. Με συμφιλίωσε με τον εαυτό μου».
Τι κάνει στ’ αλήθεια ο άνθρωπος όταν μια μέρα ξυπνά και συνειδητοποιεί πως ό,τι μέχρι τότε ήταν ξεχωριστό έχει πλέον παραδοθεί στις δυνάμεις του εκμοντερνισμού και στην παγερή πεζότητα της αστικής ζωής που σαρώνουν τα πάντα στο διάβα τους; Την απάντηση την ξέρετε, φαντάζομαι. Επιστροφή στις πηγές της ζωής. Στα στοιχειώδη και στα αυτονόητα. Αυτό που ένιωσε την αδήριτη ανάγκη να πράξει και ο δημιουργός της «Οδού Οφθαλμιατρείου».
Το λέει με τον δικό του τρόπο και ο Γκανάς, Βαγγέλη Αυδίκο που τόσο αγαπάς:
Χάλκινο το τραγούδι μας στο στόμα,
τίποτε δεν το φίμωσε ακόμα.
Τρελή φυλή που κλαίει και γελάει,
μ’ έναν καημό κοιμάται και ξυπνάει,
να σπείρει τα πελάγη με σιτάρι,
για να θερίσει το μαργαριτάρι.
Γιάννενα και Τρίπολη και Κρήτη,
ρίζα μου περηφάνεια Ψηλορείτη,
Ζάτουνα και νησιά της αγωνίας,
φλέβα μου μυστική της Ιωνίας.
Ε. Αυδίκος: «Οδός Οφθαλμιατρείου»,
Εκδόσεις Εστία, 2019, σελ. 214