Μαύρο δάκρυ

[ Δημήτρης Χριστόπουλος / Ελλάδα / 07.09.17 ]

Black tears
One will fall for every good year
Rolling down my face
Inside I'm dying
Outside I'm crying black tears

 

Στα δώδεκα η κόρη μου αποφάσισε να αποχαιρετήσει τις κούκλες της. Ολόκληρες οικογένειες μετοίκησαν στην αποθήκη. Μαμάδες, μπαμπάδες με τα παιδιά τους, θείες, ανίψια, αδέλφια, ξαδέλφια, πεθερές, γαμπροί και νύφες. Οι δίδυμες, κι ο Κώτσος κι ο Λάμπης. Όλοι τους συγγενείς εξ αίματος και εξ αγχιστείας. Τις έπλυνε, τις χτένισε, σιδέρωσε με επιμέλεια τα ρούχα τους κι έκλεισε τα μάτια τους. Σαν τους νεκρούς. Απόψε, μπαμπά, μού είπε, κηδεύω την άλλη μου οικογένεια. Και έκλαιγε με μαύρο δάκρυ για μια βδομάδα.

Κι εγώ υποδεχόμουνα την εφηβεία της που πλησίστια έφθανε. Και τη δική μου μέση ηλικία που στη γωνία με περίμενε.

Τις κούκλες της σπάνια τις επισκέφθηκε έκτοτε στο υπόγειο του σπιτιού μας. Πάντα με ένα τριαντάφυλλο στο χέρι. Και σε στάση προσοχής. Για ένα λεπτό σιγής. Για τον θάνατο που στη ζωή εμπεριέχεται.

Τη Θάλεια, όμως, την πιο ξεχωριστή, δεν την κήδεψε ποτέ. Με ένα σχοινί την έδεσε από τον γάντζο που σα βρόχος από το ταβάνι κρέμεται. Για να κατευνάζει το πνεύμα της πιο καλής της φίλης που ασώματο τριγυρνά από τότε που οι δικοί της γονείς παρατράβηξαν της διελκυστίνδας το σχοινί κι έκοψαν στα δυο τη ζωή της.

Η Θάλεια. Με το μαύρο δάκρυ στο μάγουλο.