Μια πλοκή που την έλεγαν πόθο
[ Φοίβος Γκικόπουλος / Ελλάδα / 08.02.22 ]Πάντα πίστευα ότι η πλοκή, η ιστορία, μαζί με τα πρόσωπα, είναι από τα πιο σημαντικά στοιχεία ενός μυθιστορήματος. Μια πλοκή πρέπει να επιβάλλεται, να έχει μια νομιμοποίηση, να υπακούει σε κάποιους κανόνες, να σημαίνει τελικά κάτι. Όπου όλα μπορούν να συμβούν και για να συμβούν χωρίς την αφηγηματική ανάγκη, δεν μπορεί να υπάρχει μια αληθινή πλοκή. Όποιος έχει λίγο ανοιχτά τ’ αφτιά του ξέρει ότι υπάρχει μια μουσική της πλοκής, μια αντήχηση της πλοκής, που αναγνωρίζεται άμεσα ακόμη κι όταν διαβάζεις την περίληψη∙ και γνωρίζει ότι υπάρχει μια κακοφωνία της πλοκής, μια παρήχηση της πλοκής, που κάνει σαν να αντηχεί στο κενό ή στην αντήχηση. Μια πλοκή θα πρέπει να γεννιέται και να εμψυχώνεται από ένα εσωτερικό ζωτικό ερέθισμα∙ κι όταν διαβάζουμε ένα καλό βιβλίο, σχεδόν πάντα είναι γιατί η πλοκή επιτελεί τη λειτουργία της, και κρατά ψηλά την αφηγηματική ένταση.
Και πότε μια πλοκή είναι μια καλή πλοκή;
Όταν τα γεγονότα και οι καταστάσεις που διηγείται συναντούν τους πρωταγωνιστές, αποκαλύπτουν τους χαρακτήρες και το πεπρωμένο τους, και με τον τρόπο αυτό μπαίνουν στην μυθιστορηματική πραγματικότητα που είναι η κυριαρχία της λογοτεχνίας, όπου όλα είναι ταυτόχρονα απρόβλεπτα και μοιραία, οδηγούμενα από την «αφηγηματική πρόνοια», όπου στο τέλος όλα πρέπει να ολοκληρώνονται. Μια πλοκή είναι αντίθετα μια κακή πλοκή όταν αυτό που συμβαίνει, αναπόφευκτα, δεν συμβαίνει στους πρωταγωνιστές, αλλά σ’ εκείνες τις φιγούρες, όμοιες με τις φιγούρες μιας αλληγορίας, που είναι η προβολή της εμπνευσμένης φαντασίας ενός συγγραφέα. Σ’ αυτή την περίπτωση όλα συμβαίνουν όχι στην πραγματικότητα (την μυθιστορηματική πραγματικότητα) αλλά στο μυαλό του συγγραφέα, και όλα ανταποκρίνονται σε ένα προκαθορισμένο αποτέλεσμα: σχεδόν πάντα αυτός ο συγγραφέας κινεί τις φιγούρες του, ή ψευτο-πρωταγωνιστές του, οδηγούμενος από μια καθαρή πνευματική διασκέδαση, σχεδόν πάντα «γράφει καλά» και ξέρει να ενορχηστρώνει τα πράγματα που διηγείται και τα γεγονότα με τις σωστές δόσεις σασπένς κι έναν ευέλικτο αφηγηματικό ρυθμό. Δυστυχώς όμως «έχει διαβάσει όλα τα βιβλία» και γνωρίζει όλες τις πλοκές (είναι ένας στρουκτουραλιστής), γνωρίζει πολλές για να αφοσιωθεί σε μία μόνο, και τώρα πια κάθε πλοκή, κάθε ιστορία τον κουράζει: για να διασκεδάσει και να ευχαριστηθεί κάπως πρέπει να τις χρησιμοποιήσει σαν υλικά για μια δική του πνευματική κατασκευή. Έτσι δημιουργούνται οι λαμπρές πλοκές που ελεύθερα επινόησε, που είναι το αποτέλεσμα της δικής του απογοήτευσης. Και αρκεί αυτό για να τους δώσει μια περίεργη και θανάσιμη ακινησία. Διαβάζοντας αμέσως αντιλαμβάνεσαι: εδώ κάθε πράξη, κάθε γεγονός έρχεται διαδοχικά, και το κέντρο ενδιαφέροντος διαρκώς μετακινείται από το ένα σημείο στο άλλο∙ η προσοχή εκείνου που διαβάζει δεν μπορεί ποτέ να συγκεντρωθεί, ποτέ να μην φτάνει σε μια ολική και συντονισμένη αντίληψη για την πλοκή στο σύνολό της, ποτέ δεν αισθάνεται την παρήχηση κάθε μοναδικού γεγονότος που αφηγήθηκε, την «αναγκαστική ώθηση», γιατί στην πραγματικότητα στο σύνολό της η πλοκή «δεν στέκεται» ή δεν υπάρχει. Υπάρχει μόνο, στην καλύτερη περίπτωση, μια απλή επινόηση, που δεν είναι καμιά λαμπρή δύναμη, και μοιάζει περισσότερο με έναν μηχανισμό (όμοιο με τον κύβο του Ρούμπικ), με μια πραγματική επινόηση (ποιητική).
Έτσι όλα τα μυθιστορήματα αυτού του τύπου, σχεδόν πάντα καλογραμμένα, καλοσχεδιασμένα και καλοστημένα, εμφανίζονται όχι μόνο τελείως άψυχα αλλά και άφωνα, γιατί διαβάζοντάς τα δεν προσφέρουν καμιά εμπειρία ούτε στον άνθρωπο ούτε στη ζωή, καμιά αλήθεια, καμιά παρηγοριά. Το να μάθεις την τεχνική της γραφής ή της σύνθεσης ενός μυθιστορήματος είναι δυνατό, δεν είναι δύσκολο, γεννήθηκαν ακόμη και εξειδικευμένες σχολές γι’ αυτό. Αλλά κανείς δεν μπορεί να σου διδάξει την ποιητική έμπνευση ή μια οποιαδήποτε εκφραστική ανάγκη. Και είναι ακριβώς η πρόφαση της πλοκής το λαμπάκι που ανακαλύπτει αυτή την τεράστια ανικανότητα, αυτή την έλλειψη που διατρέχει κάθε λέξη και κάθε φράση, ξεγυμνώνοντάς την. Όταν η πλοκή είναι λειτουργική το αντιλαμβανόμαστε αμέσως, είναι σαν μια μηχανή που δεν χάνει στροφές. Η πλοκή μας φωτίζει και μας οδηγεί, είναι μια πληρότητα που, κι αυτή, φορτίζει κάθε λέξη και κάθε φράση.
Σήμερα τα μυθιστορήματα όπου «δεν συμβαίνει τίποτε» έδωσαν τη θέση τους σ’ εκείνα τα μυθιστορήματα όπου συμβαίνουν πάρα πολλά. Πολλά. Και σ’ αυτά, σ’ αυτά τα μυθιστορήματα όπου συμβαίνουν πολλά πράγματα, αντιλαμβανόμαστε τη διαφοροποίηση ανάμεσα στη δημιουργία και τη σύνθεση που είναι χαρακτηριστική της μεταμοντέρνας εποχής μας.
* Ο Φοίβος Γκικόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής του ΑΠΘ