Μια μερίδα λουκουμάδες

[ Κώστας Καναβούρης / Ελλάδα / 13.10.17 ]

                                                                                                        Στην Θώμη

 Πρέπει να ήτανε Νοέμβρης του ΄74. Βράδυ και κρύο και ψιλόβροχο, τυπικό βράδυ Νοεμβρίου για τη Θεσσαλονίκη. Του τότε. Μ’ εκείνη την ιδιαίτερη αίσθηση της ερημίας που ήταν ταυτόχρονα και ελευθερία, όπως τη διηγιέται ο Σαιντ Εξυπερύ: «Στην ζούγκλα χάνεσαι, στην έρημο βρίσκεις». Δεν ξέρω που πήγε αυτή η αίσθηση, που να το ξέρω; Μπορεί και να είμαι εγώ που μεγάλωσα κι ακόμη ψάχνω… Αυτό είναι: μεγάλωσα κι ακόμη ψάχνω και κάθε φορά που ανεβαίνω στην «μητέρα Θεσσαλονίκη» χάνομαι όλο και πιο εύκολα, όχι ακριβώς στους δρόμους, ούτε στη νύχτα. Να έτσι: χάνομαι. Δεν είσαι κι εσύ να ψάχνουμε μαζί, πέρασαν και τα χρόνια και καθόμαστε απ’ έξω και τα κοιτάμε σαν φωτισμένες βιτρίνες να περνούν και να χάνονται στο Θερμαϊκό. Όπως κοιτούν τα παιδιά, που μυρίζουν φρέσκια, ζεστή, σπιτική αγκαλιά καθώς κοιτούν τις φωτισμένες βιτρίνες με τα ζαχαρωτά και τα γλυκά. Λουκουμάδες όμως δεν έχει. Α, όσο γι’ αυτό είμαι σίγουρος. Δεν υπάρχει πουθενά μέσα στη νύχτα ένα φωτισμένο λουκουματζίδικο και μπροστά -μπροστά στο τζάμι να στέκεται ο λουκουματζής ρίχνοντας εκείνο τον υδαρή, υπόλευκο, πολτό, τον καμωμένο από μυροβόλο άνοιξη, μέσα στο καυτό λάδι κι ο πολτός μαγικά να μετατρέπεται, σχεδόν ακαριαία, σε μια μικρή, ζεματιστή υδρόγειο σφαίρα γλυκύτητας. Κι από πάνω μέλι. Λουκουμάδες! Τώρα δεν μπορώ να καταλάβω γιατί λένε λουκουμάδες κάτι στρογγυλά κρύα πράματα, πασπαλισμένα με ζάχαρη. Αλλά μήπως είναι το μόνο που δεν καταλαβαίνω; Και δεν είναι κακό αυτό! Το κακό είναι ότι κουράστηκα να ψάχνω. Έτσι κι αλλιώς έχουν πια πολλή βουή οι νύχτες στην Θεσσαλονίκη. Γεμάτη κόσμο η προκυμαία. Χειμώνα καλοκαίρι. Ας είναι. Ωραία είναι.

Εκείνο το βράδυ του Νοέμβρη του ’74 ήταν έρημη. Ψυχή ζώσα. Και τότε ωραία ήταν. Σαν εσένα. Σαν εμένα. Έχουμε βγει από τον κινηματογράφο – κάπου κοντά στο Ντεπό – πολύ ευχαριστημένοι, πολύ όμορφα «μεγάλοι», χωρίς ν’ ακούμε το τρίξιμο από τον κόσμο μέσα μας που όλο μεγάλωνε. Μας κατέκλυζε ο κόσμος που ήμασταν. Μόνο που δεν το ξέραμε. Ω, θεέ μου, εκείνες οι στιγμές της απίστευτης, της αδυσώπητης βραδύτητας που μόνο αν είσαι 18 ή 19 χρονών μπορείς να αντέξεις. Τόσο ήμασταν. Και περπατούσαμε ακόμα πιο αργά κι από τη βραδύτητα μέσα στην έρημη παραλία με κατεύθυνση τον Λευκό Πύργο. Δυο παιδιά. Εκείνη κι εγώ. Δυο παιδιά μιας βαθύτατα αγαπητικής φιλίας που μας έκανε να υπάρχουμε. Και συνεχίζεται. Κι ακόμη μας κάνει να υπάρχουμε.

Έχουμε βγει από τον κινηματογράφο και συζητάμε για το έργο που είδαμε. Δυο παιδιά. Διψασμένα για τα πάντα. Για το έργο, για την ερημιά, για τη θάλασσα, για τη βροχή, για το κορμί μας που μύριζε ακόμη ζεστή σπιτική αγκαλιά και ταυτόχρονα έγερνε σε μια πεποίθηση της πυρκαγιάς. Ωραία ελευθερία. Λιγάκι φοβισμένη, στην πρώτη ξενιτειά από τα σπίτια μας (ακολούθησαν κι άλλες πολλές μέσα κι έξω ξενιτιές), όμως ελευθερία. Ανεπανάληπτη ελευθερία. Περπατάμε.

Κάποια στιγμή νιώθω μια κίνηση από την μεριά της θάλασσας. Δεν έδωσα σημασία. Συνεχίσαμε. Το ξανάνιωσα. Γύρισα να δω, δεν είδα τίποτα. Περάσαμε τον Λευκό Πύργο, εμείς οι δύο, η νύχτα, ο Νοέμβρης, το ψιλόβροχο κι άλλος κανείς. Και ξαφνικά  όπως περπατούσαμε, ιδού το θαύμα: στο απέναντι πεζοδρόμιο, εκεί που σήμερα είναι όλα τα καφέ κάθε είδους και βοούν την εκκωφαντική πραμάτεια τους, ένα λουκουματζίδικο. Σαν το «υπερωκεάνιο» από τους στίχους του Ανδρέα Εμπειρίκου. Σταθήκαμε και κοιτάξαμε μαγεμένοι! Δούλευε βαριά τον χρόνο, η στιγμή. «Στρόφαλοι, στροφάλων». Ο λουκουματζής μπροστά στο τζάμι έκανε τα μαγικά του κι εμείς ήμασταν τόσο, μα τόσο νέοι. Με πολύ, παρά πολύ Αντονιόνι  και Βισκόντι και Παζολίνι και Μπέργκμαν στα στομάχια μας. 

Πεινούσαμε. Πείνα αληθινή για γλυκό. Κοιταχτήκαμε. «Πάμε για λουκουμάδες;» Μια κουβέντα είναι. Με τι λεφτά; «Μία». Αρχίσαμε να μετράμε ό,τι λεφτά είχαμε πάνω μας. Έλειπε μισή δραχμή. «Τώρα;» «Ας το, πάμε να φύγουμε».

Και τότε όπως είχαμε την πλάτη γυρισμένη στην θάλασσα, ακούσαμε πίσω μας ένα πλατάγισμα. Γυρίσαμε ξαφνιασμένοι και φοβισμένοι. Πίσω μας ήταν η γοργόνα. Το «μείναμε αγάλματα», λίγο είναι. Η γοργόνα χαμογέλασε. Μη φανταστείς τίποτα εξωπραγματικό, κάποια υπερβολή της ομορφιάς, όχι καθόλου. Μια συγγενής, ας πούμε, σε παρατεταμένο φθινόπωρο, που επιστρέφει από τη λαϊκή ή από την Αυστραλία. «Τυχεροί είστε» λέει. Τσιμουδιά εμείς. «Σήμερα βρήκα ένα νόμισμα, να εδώ στον βυθό πιο πέρα». Και μας πετάει ένα νόμισμα που άστραφτε. Η Θώμη λέει πως εκείνη το έπιασε, εγώ θυμάμαι πως εγώ το άρπαξα στο αέρα, τι σημασία έχει πια; Και τι αν δούμε: ήταν μια ψεύτικη λίρα απ’ αυτές που βάζουν στις βασιλόπιτες. «Είναι ψεύτικο» ψέλλισε η Θώμη. «Δεν πειράζει» απάντησε η γοργόνα, «εδώ περνάει. Αλλά μόνο εδώ. Πηγαίνετε κι εγώ σας περιμένω».

Πήγαμε. Ψύχραιμος ο λουκουματζής μας έβαλε μια μερίδα λουκουμάδες, μέτρησε και την λίρα, όλα καλά. Βγήκαμε έξω. Πουθενά η γοργόνα. Κοιταχτήκαμε. Σταθήκαμε όρθιοι, κατάμονοι, μια νύχτα του Νοέμβρη του ’74, στην παραλία της Θεσσαλονίκης, μοιραστήκαμε τους λουκουμάδες, φύγαμε. Πήγαμε στη ζωή μας.

Τόσα χρόνια μετά, κάθε φορά που θα βρεθούμε κοιταζόμαστε φευγαλέα όταν κανείς δεν μας κοιτάζει κι είναι πάλι βράδυ και Νοέμβρης και Θεσσαλονίκη και λουκουμάδες κι εμείς κοιτάμε τον μαύρο Θερμαϊκό.

«Βρήκες τίποτα;»

«Όχι ακόμα».