Μια κούπα…

[ Γιώτα Αναγνώστου / Ελλάδα / 13.03.22 ]

Πάτησε τα εισερχόμενα. Άνοιξε το συνημμένο. Στο χέρι του μια κούπα με καφέ. Τουλάχιστον είναι σύντομο. 302 λέξεις τον ενημέρωσε ο καταμετρητής. Άρχισε να διαβάζει:

Μαγιά για τη χαρά είναι η ειρήνη

Αν ήσουν γείτονας, φαντάζομαι πως, δεν θα δίσταζα να σου χτυπήσω την πόρτα. Με τρόπο απλό και φυσικό θα σου ζητούσα να μου δανείσεις μία κούπα ζάχαρη.

-Βλέπεις ξεκίνησα να φτιάξω κέικ… ύστερα είδα πως μου λείπει μία κούπα ζάχαρη… και… ξέρεις αν δεν χτυπήσεις δυνατά το βούτυρο με τη σωστή τη ζάχαρη –μέχρι να διαλυθεί τελείως θέλει χτύπημα- το κέικ θα βγει μια μάπα και κανείς δεν θα το τρώει. Δίχως τη ζάχαρη που πρέπει ούτε αφρατεύει ούτε φουσκώνει…

-Πολύ ευχαρίστως, θα μου έλεγες και στο ντουλάπι θα έτρεχες. Αν είχες συγυρίσει και δεν ντρεπόσουν για τίποτα παραπεταμένες κάλτσες ή χαρτομάνι στο τραπέζι ή σκόνη στα έπιπλα και ψίχουλα στη μοκέτα, ίσως να με καλούσες μέσα για καφέ. Έλα έχω ζεστό καφέ στην καφετιέρα, θα έλεγες.

-Ευχαριστώ. Ίσως μια άλλη φορά, θα απαντούσα. Έχω το κέικ… που σου ‘λεγα… στη μέση… είναι το βούτυρο λιωμένο και περιμένει τη ζάχαρη… δεν είπαμε;

-Ναι, βέβαια, το κέικ, θα συναινούσες και θα μου έδινες τη ζάχαρη με τρόπο που ν’ αγγίξουμε τα χέρια.

Θα την έπαιρνα εγώ. Το ρίγος του αγγίγματος θα έκρυβα. Θα διέσχιζα τον διάδρομο και πριν να μπω στο σπίτι κλείνοντας πίσω μου την πόρτα, θα έστρεφα για λίγο το κεφάλι προς το μέρος σου.

-Ααα, ευχαριστώ... Θα είσαι εδώ; Θέλω να πω… σε λίγο που θα είναι έτοιμο το κέικ… θα είσαι εδώ; Για να σου φέρω να δοκιμάσεις και να σου δώσω πίσω και την κούπα.

-Εδώ θα είμαι, θα έλεγες, δεν έχω κανονίσει κάτι. Θα περιμένω.

Κι ύστερα θα χανόμασταν κι οι δυο πίσω από πόρτες.

Αλλά δεν είσαι γείτονας κι ούτε έχω θάρρος να έρθω να σε βρω να σου ζητήσω μία κούπα χαρά που λείπει και η ζωή δίχως χαρά γίνεται μάπα. Για πέταμα. Ή, έστω, μία κούπα ειρήνη.

«Ό,τι να ‘ναι!» Γύρισε πίσω. Ξαναείδε τον αποστολέα. Γυναίκα. Φυσικά. Σίγουρος ήταν. Γύρισε πίσω μόνο και μόνο για να μονολογήσει «Το ‘ξερα!». Και περιμένει να δημοσιεύσει κάτι τέτοιο; «Είναι επική η εποχή, τι δεν καταλαβαίνεις; Στον κουβά, madame», αναφώνησε. Αν, όμως, έβρισκε το θάρρος. Αν πήγαινε στο τέλος να τον βρει και του ζητούσε αυτή την κούπα. Αν εκείνος έλεγε «μισό λεπτό» και αν επέστρεφε μπροστά στην πόρτα του με ένα περίστροφο και αν της τίναζε το ανύπαρκτο μυαλουδάκι της στον αέρα, φτιάχνοντας έναν πίνακα του Πόλοκ στον τοίχο του διαδρόμου. Ε, τότε, θα είχε –ίσως- κάποιο ενδιαφέρον (ο πίνακας του Πόλοκ, ασφαλώς).

Χαμογέλασε αυτάρεσκα. Έφερε την κούπα στα χείλη. Δηλητήριο αυτός ο καφές. Να θυμηθεί να πάρει ζάχαρη. Τελείωσε. Πάτησε πάλι τα εισερχόμενα.

Σταματήστε τον πόλεμο. Σταματήστε τη δολοφονία του λαού της Ουκρανίας…

Τώρα