Γκουτζιαμάνη Γιάννα
Όλος ο κόσμος ένα απέραντο κελί δυο χρόνια τώρα. Άλλαξε σχήμα, πρώτα ήταν το Α, έγινε Δ και τώρα Ο. Από πάνω το σκεπάζει ένα κουκούλι, για να μην μπαίνει αέρας.
Και μέσα εμείς να κουβαλάμε μια αλλιώτικη κούραση. Δεν είναι σωματική, ούτε συναισθηματική. Το μυαλό και η ψυχή παρέλυσαν. Στην κορυφή του κελιού στροβιλίζονται αμέτρητες πληροφορίες και ψέματα πάσης φύσεως. Η πραγματικότητα έγινε ένα θολό τζάμι.
Η ψυχή δεν λαχταράει να κάνει παιχνίδι, γιατί δεν υπάρχουν συμπαίκτες.
Ένας μόνο παίζει αυτάρεσκα τον πανίσχυρο άρχοντα, που εξουδετερώνει τους πάντες.
Υπάρχει όμως παντοδύναμος άρχοντας;
Ο Κρέοντας αψήφησε και τους άγραφους νόμους. Η διαταγή του εκτελέστηκε.
Όμως η Αντιγόνη του Σοφοκλή και η κάθε Αντιγόνη του καιρού μας, σαν οπτασία βγαίνει από το κουκούλι του κελιού και κάνει το παιχνίδι της νιότης.
Αντιγόνη ( Χλόη Κουτσουμπέλη)
Πάντα κάτι ξεχνάει η Αντιγόνη, όταν φεύγει
Ένα δαντελένιο γάντι στα μεταξωτά σεντόνια,
Μιαν αχνιστή σταγόνα από λεμόνι
στο μάγουλο του φίλου, ένα φευγαλέο άγγιγμα στο μπράτσο του εραστή,
ένα αποτύπωμα χειλιών στο πορσελάνινο φλυτζάνι
του τσαγιού που μισοπίνει βιαστικά.
Είναι η Αντιγόνη που ξεχνά,
το αραχνοΰφαντο μαντήλι μουσκεμένο
από τα ξαφνικά δάκρυα της στιγμής,
το ομπρελίνο της βαμμένο στα χρώματα
της εύθραυστης βροχής.
Είναι η Αντιγόνη που ξεχνά,
Το φόρεμά της θροΐζει καθώς τρέχει,
Η βεντάλια της αλλάζει εποχές.
Πάντα κάτι ξεχνά η Αντιγόνη.
Γι’ αυτό και πάντα φεύγει.
Μόνο κάποιες νύχτες αρχίζει κάτι να θυμάται,
Τότε φοράει τη νεκρική της μάσκα, ρίχνει στάχτη στα μαλλιά της,
Θαμμένη στη σπηλιά της
Θρηνεί τους άταφους νεκρούς της.
(Από τη συλλογή Η αποχώρηση της Λαίδης Κάπα, 2004)
Κοζάνη 18-1-2022