Με το εισιτήριο πληρωμένο

[ Κώστας Καναβούρης / Ελλάδα / 11.04.19 ]

   

Κι αργότερα θα πάμε στις δουλειές μας. Γιατί πρέπει να πάμε στις δουλειές μας. Δεν γίνεται αλλιώς: πρέπει να πάμε στις δουλειές μας γιατί πρέπει να ζήσουμε. Δηλαδή πρέπει να υπάρξουμε μέσα σ’ έναν κολασμένο παράδεισο. Εναγώνιο κι ανακουφιστικό. Περίβλεπτο και σκοτεινό. Πρέπει να ζήσουμε εδώ και τώρα. Ανεβαίνοντας το πρώτο σκαλί του λεωφορείου, κατεβαίνοντας στα έγκατα της μηχανής ενός πλοίου, σε «στρόφαλους στροφάλων» που φέγγουν τα ποιήματα, ή επιπλέοντας μανιασμένα στην οθόνη ενός κομπιούτερ (καλά το λέω;), πρέπει να ζήσουμε μαλώνοντας με τον διπλανό μας, κουνώντας το κεφάλι σε συγκατάνευση με μια άγνωστη ηλικιωμένη κυρία της γραμμής Πατήσια–Τιτανικός, κάνοντας σαχλαμάρες με την ύπαρξη μέσα στο μυαλό μας… Γιατί πρέπει να ζήσουμε.

Κι αργότερα, αχ αργότερα, το κουρασμένο κορμί δίπλα σου που δεν θέλεις να το διώξεις γιατί είσαι εσύ που δεν μπορείς να φύγεις. Κι ας φέγγουν μέσα στο σκοτάδι οι μεταφυσικές παντόφλες του άλλου. Που κοιμάται και ονειρεύεται τους δικούς σου εφιάλτες όπως κι εσύ τους δικούς του. Όχι, δεν θα φύγεις. Έχεις ήδη φύγει, αλλά είσαι εδώ.

Σ’ αυτό το «εδώ» κανένας δεν μπαίνει, παρά μονάχα εκείνοι που ξέρουν την σύσταση και την σύσπαση του εδάφους. Μιλώ για το χώμα που συσπάται σαν λυγμός, μιλώ για το χώμα της κόλασης απ’ όπου φυτρώνει ο παράδεισος. Όταν επιστρέφεις. Στην πατρίδα σου. Στην ανεπίδοτη -πια-  πατρίδα σου, που όμως δεν έχεις άλλη. Επικίνδυνη ζωή να επιστρέφεις από την μια πραγματικότητα στην άλλη. Όμως, τρίτη ζωή δεν υπάρχει. Ούτε δεύτερη. Κι εσύ το ξέρεις: σχεδόν ούτε πρώτη ζωή δεν υπάρχει αν δεν νιώσεις τον απλό της χτύπο. Μια φορά. Ποτέ άλλοτε. Αρκεί μια φορά.

Είναι αυτός ο ελαφρύς πόνος που για πρώτη φορά τινάζει την επιγονατίδα καθώς ανεβαίνεις στο σκαλί του λεωφορείου. Είναι το απότομο φρενάρισμα ενός αυτοκινήτου από το παρελθόν που σε χτυπάει στον ώμο κι ύστερα τρέχουν τα ασθενοφόρα για να προλάβουν τις τελευταίες εκπτώσεις παρόντος… και παρόντος. Δεν ξέρω γιατί αλλά σε τέτοιες περιπτώσεις πάντοτε τα ασθενοφόρα αργούν, κι εσύ κείτεσαι ανήμπορος στο έδαφος της πραγματικότητας. Εδώ και τώρα.

Αυτή την πραγματικότητα που μετριέται με την βρύση που στάζει μέσα στο ήσυχο σκοτάδι αναμημνισκόμενων ερώτων, και μέσα στην απειλή μιας νύχτας κουφής που προορίζεται να ξημερώσει, μονάχα αυτοί που την ζούνε μπορούν να την εννοήσουν. Δηλαδή να την απελευθερώσουν. Στον διπλανό τους. Στον εαυτό τους. Στον διπλανό τους εαυτό. Κι αυτό είναι μια σκληρή διαπάλη. Αισθητική, ηθική και πολιτική. Θέλω να πω πως είναι μια ταξική διαπάλη, «Ίμερος και κλινοπάλη» που θα έλεγε και ο Κωστής Παπαγιώργης.

 Εκεί όπου χρειάζεται να εκλέξεις και να εκλεγείς μέσα στο καθ’ όλου των άλλων. Μέσα στο καθ’ όλου του ίδιου σου του εαυτού δηλαδή. Σ’ αυτή την πραγματικότητα που κανείς δεν πρόκειται να καταλάβει αν δεν σκοντάψει στον Άλλον. Πηγαίνοντας για δουλειά. Πηγαίνοντας για σκοτάδι. Πηγαίνοντας για σώμα. Πηγαίνοντας για χρόνο (και φόνο). Ή φεύγοντας, αλλά πάντα με το εισιτήριο πληρωμένο. Και το εξιτήριο.