Με το βλέμμα στη φυγή...

[ Δημήτρης Χριστόπουλος / Ελλάδα / 15.05.18 ]

Τὸν ἕναν τὸν ἔλεγαν Μααμούν. Τὸν ἄλλον, Γεράσιμο. Πάνω στὴν ὀθόνη τοῦ οὐρανοῦ ζωντάνεψε τὶς μνῆμες του μὲ τὴν τρυφερὴ φωνή του. Τοῦ μίλησε γιὰ τὸ μπαμπάκι στὰ μαλλιὰ τῆς μάνας του, γιὰ τὸ τραγούδι τῶν πουλιῶν στὴν πατρίδα του ἅμα βρίσκεται στὸ δάσος νὰ τ᾿ἀκούει, γιὰ τὸ βρεγμένο χῶμα ποὺ ἔφερνε τὸ φθινόπωρο καὶ τὸ ἔπλαθε πηλὸ στὰ χέρια του, γιὰ τὸ ἄρωμα τῶν κέδρων, γιὰ τὴ βροχὴ ποὺ ἔπινε νὰ ξεδιψᾶ, γιὰ τὰ κίτρινα στάχυα ποὺ ἔτριζαν κατακαλόκαιρο κάτω ἀπ᾿ τὰ πόδια του, γιὰ τὸν ἥλιο ποὺ πύρωνε τὸ πρόσωπο, γιὰ τὸν ὑπόκωφο ἦχο τῆς θάλασσας ὅταν ξερνάει τὸ θυμό της στὰ ναυάγια, τὴ μουσικὴ στὰ κατάρτια τοῦ καραϐιοῦ ποὺ ταξιδεύει τὸ νοῦ, γιὰ τὸ φεγγάρι ποὺ τὶς νύχτες -παιδιὰ ἀκόμα - κάνανε τσέρκι στὰ χέρια τους, τοῦ εἶπε καὶ γιὰ τὰ ζεστὰ κουλουράκια ποὺ ἔψηνε τὰ βράδια τοῦ χειμώνα ἡ γυναίκα του καὶ τὸν τάιζε στὸ στόμα, γιὰ τὴν ψίχα τῆς ἀγάπης ποὺ τοὺς ἔτρεφε, γιὰ τὸ πρόσωπό της ποὺ ζοῦσε μέσα του σὰν δεύτερο ἐγώ του.

Μίλησαν μὲ λέξεις, μὲ χειρονομίες, μὲ ἀγγίγματα τὴν πανάρχαια γλώσσα τοῦ πόνου. Μὲ κώδικες ποὺ ἐπινοοῦν οἱ ἄνθρωποι στὶς ὁριακὲς στιγμὲς τῆς ζωῆς τους, καταργώντας τὶς φυλές, τὰ σύνορα, τὰ φύλα, τὶς θρησκεῖες.

Τὰ τελευταῖα λόγια τοῦ Μααμοὺν ἔγδερναν τὸ μυαλό του. «Μὲ τὸ βλέμμα πάντα στὴ φυγή, σὰν δελφίνι τῆς Μεσογείου. Αὐτὸ εἶναι τὸ μυστικό, σκληρὸ καὶ ἀδιάλλακτο· ἀδιαπραγμάτευτο· νὰ φεύγεις σιωπηλὰ κι ὅπου σὲ βγάλει, χωρὶς ἐνθύμια, χωρὶς νὰ κοιτάζεις πίσω· ἀλλιῶς θάβεσαι ζωντανός».

Απόσπασμα από το διήγημα «Με το βλέμμα στη φυγή», Σπουδή στο κίτρινο, εκδ. Τὸ Ροδακιὸ, 2018