Μας αλάλιασε η όραση

[ Κώστας Καναβούρης / Ελλάδα / 13.06.18 ]

     «Μας αλάλιασε η όραση» λέει σε μια από τις εξαίσιες διατυπώσεις του ο Νίκος Καρούζος. Και όντως όταν κοιτάς στ' αλήθεια, όχι βέβαια την ασήμαντη επιφάνεια των πραγμάτων, αλλά το πελώριο διαρκές γεγονός που είναι η ζωή, αλαλιάζεις από το μέγεθος και το απέραντο και την ανείπωτη τύχη, ότι σου έλαχε να ζεις.  Μια τύχη άπαξ. Και είναι αυτή η συνείδηση της φοβερής σου τύχης που σε σπρώχνει να σπαταληθείς για να μην την σπαταλήσεις. Να «κοιτάξεις» όσο πιο πολύ γίνεται, για να κατανοήσεις ένα μικρό, μικρότατο μέρος του μεγαλείου που σε περιβάλει, αλλά που είναι αρκετό – γιατί αυτό το μικρό, μικρότατο μέρος είναι το κομμάτι που σου αναλογεί, αυτό και τίποτε άλλο, στην μοιρασιά του κόσμου – για να φέρεις σε πέρας «το πιο μακρύ, το πιο δύσκολο και το πιο ωραίο ταξίδι που είναι το ταξίδι από τα μάτια του ενός στα μάτια του άλλου», για να θυμηθούμε και την φράση του Κωστή Μοσκώφ. Αυτού του βαθύτατα τρυφερού και τρυφερά βαθύτατου ανθρώπου που τίμησε την όραση μετατρέποντάς την σε αγαθοεργία. Όχι βέβαια με την έννοια της φιλανθρωπίας, αλλά με την έννοια της συνειδητής, κοπιώδους, πληρωμένης με βαρύ προσωπικό κόστος αγαθής χειρονομίας. Γιατί βέβαια σε τέτοιους ανθρώπους η όραση δεν είναι τυχαία, ανερμάτιστη και αδιάφορη. Δεν έρχεται απ’ έξω. Σ’ αυτούς τους ανθρώπους η όραση αναβλύζει. Είναι το έσω σκότος που βγαίνει έξω και αναμετράται με το ποικίλο φως. Μ’ αυτό το καθολικό γεγονός που πρέπει να αγωνιστείς για να συλλάβεις. Τα υπόλοιπα είναι τρέχοντα περιστατικά, ασύνδετα και γι’ αυτό αιχμηρά. Τεμαχίζουν την όραση και την μετατρέπουν σ’ έναν κόσμο καμωμένο από άπειρες περιπτώσεις ακατανόητες και ανεξήγητες και ασύνδετες μεταξύ τους έτσι που το «εν το παν» του Ηράκλειτου να μοιάζει τυχαίο. Φυσικά η τυχαιότητα υπάρχει. Όμως πάντοτε μέσα στον «εν». Το θέμα λοιπόν είναι πόση καθολικότητα, πόσο πλήθος θα εκπηγάσει από το βλέμμα ώστε να δει η όραση το φως της. Δηλαδή το γεωργημένο λυγρό της ευμετάβλητης σκιάς της που παρασέρνει τα υποκείμενα σε διαρκείς μετατοπίσεις μέσα στην μεγάλη εικόνα που ρέει, μετασχηματίζεται και ανασχηματίζει το «εν» του παντός.  Το άφατο συγκεκριμένο που διαρρέει στην Ιστορία, στην Τέχνη, στην Πολιτική, στην θρησκεία, στην οικονομία, στην επιστήμη, στην ερμηνεία, προ πάντων στην ερμηνεία και τις ποτίζει με αίμα. Σε μια προσπάθεια, να μην είναι το αποτέλεσμα της όρασης κατώτερο των προσδοκιών. Των προσδοκιών που διατυπώνονται με μια γλώσσα που δεν χάνει μήτε τον ενθουσιασμό της, μήτε την λύπη της. Είναι η γλώσσα που προσπαθεί με το βαθύ βλέμμα της δημιουργίας να κοιτάξει όσο γίνεται πιο μακριά και να ερμηνεύσει το υπέροχο ακατανόητο του υπάρχειν. Και ας μην ξεχνάμε ότι αυτή η γλώσσα δεν τελειώνει πουθενά γιατί έρχεται από παντού. Κάποτε, αρκεί ένας και μόνο αναστεναγμός για να χωρέσει η λύπη ολόκληρη. Και κάποτε αρκεί να κοιτάξεις ένα και μόνο δάκρυ στο πρόσωπο ενός παιδιού για να συγκλονιστείς από το πελώριο μέγεθος της σκληρότητας. Ίσως ένα τέτοιο δάκρυ να έκανε τον αξέχαστο φίλο μου, τον ποιητή Γιάννη Βαρβέρη (δεν θα ξεχάσω ποτέ μια φράση που συνήθιζε να λέει στις συζητήσεις μας και που αποτύπωνε την φιλοσοφία της ανθρωπιάς: «είμαι ένας ένδακρυς διασκεδαστής του κόσμου»), ένα τέτοιο δάκρυ λοιπόν μπορεί  να ήταν η αφορμή για τον στίχο, «κάποτε θα με πιάσουν τα κλάματα και θα σας πνίξω όλους».

Αυτή λέω πως είναι η όραση που μας αξίζει. Γι’ αυτό μου είναι στ’ αλήθεια ακατανόητος ο τρόπος που βλέπουν τη ζωή και τον κόσμο όλοι αυτοί που καταταλαιπωρούν λαούς ολόκληρους, που αιματοκυλίζουν την ανθρωπότητα και οδηγούν στην ανείπωτη δυστυχία την οικουμένη. Ειλικρινά για μια στιγμή θα ήθελα να δω τον κόσμο με τα μάτια τους για να κατανοήσω τι βλέπουν, ως που φτάνει η όρασή τους. Όχι προς τα έξω, αλλά προς τα μέσα. Ποιος δαίμονας τους κατατρώει την όραση και χάνουν – αυτοί οι αληθινά αόμματοι – το φως από τα μάτια τους. Αυτοί οι ένοχοι της εγκληματικής τυφλότητας, με το μονίμως έκπληκτο βλέμμα της αιφνιδιασμένης έπαρσης που κινδυνεύει από κάποιον αόριστο κίνδυνο και που τους απομακρύνει από την επικράτεια της όρασης. Και τους οδηγεί στο καθεστώς του τυφλού βλέμματος πάνω στον κόσμο, γιατί κοιτάζουν μόνο το βλέμμα τους και σιγά σιγά γίνονται η εικόνα του βλέμματος τους. Δεν βλέπουν – έχω την πεποίθηση – τίποτε άλλο οι πραγματικοί αόμματοι της ύπαρξης. Γιατί φυσικά θα ήταν κανείς ηλίθιος αν θεωρούσε όλους που στερούνται τη δυνατότητα της όρασης, τυφλούς της ομορφιάς που λέγεται άνθρωπος. Η όραση είναι υπόθεση ολόκληρης της ύπαρξης. Όχι της τεμαχισμένης. Θα ήταν λοιπόν ηλίθιος – για να χρησιμοποιήσω ένα κορυφαίο παράδειγμα – όποιος θεωρούσε τυφλό τον Μπόρχες. Άλλοι είναι οι ανίκανοι της όρασης, μ’ εκείνο το αφηνιασμένο βλέμμα μιας δειλίας που γκρεμίζεται διαρκώς μέσα στα μάτια της και τους οδηγεί στην δειλή μοναξιά που σφάζει για να επιβεβαιωθεί. Άλλοι είναι οι ανίκανοι της όρασης: εκείνοι με το νωθρό, αργόσυρτο βλέμμα πάνω στις τραγωδίες των ανθρώπων, το βλέμμα που σέρνεται μέσα στους τυφλούς ανεπίδοτους αριθμούς, αφήνοντας πίσω του σάλιο. Εκείνοι με το ακέφαλο βλέμμα και οι άλλοι με το ασώματο. Και εκείνοι με το βλέμμα της στραβής ασχήμιας που δεν θα καταφέρει ποτέ – από δειλία πάντα – να κοιτάξει στα ίσια τον μέγα εχθρό: τον εαυτό του. Φαντάσου όμως να βλέπεις τον κόσμο μ’ ένα βλέμμα που σε αποστρέφεται! Τότε δεν βλέπεις ∙ μανιάζεις για εκδίκηση. Εκδικείσαι την ποίηση που είναι ο άνθρωπος. Γιατί ποτέ δεν θα αγρυπνήσεις με τον τρόπο του Διονυσίου Σολωμού όταν λέει: «Παντ’ ανοιχτά, παντ’ άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μου».