Μαραγκός σημαίνει παππούς[1]
[ Δημήτρης Χριστόπουλος / Ελλάδα / 20.07.20 ]Απόψε θα επινοήσεις τον παππού σου. Με κυματιστά λευκά μαλλιά σαν του Jimmy Page. Σκυμμένος πάνω στον πάγκο με τα όλα του τα πουσάτια. Παραταγμένα εργαλεία χειρουργικά –τα μονόστομα και τα δίστομα σκεπάρνια, τα σκαρπέλα, τα σμιλάρια, τις σγρόμπιες, τα αυλάκια και τα τρίγωνα –ετοιμοπόλεμα να ελευθερώσουν μορφές σκλαβωμένες στο ξύλο με τη δύναμη της ψυχής του, όλο κάτι σκαλίζει και μουρμουράει σέρνοντας τα φωνήεντα: «Μια λεύκα δεν είναι λεύκα. Μια καστανιά δεν είναι κερασιά. Ένα πεύκο δεν είναι πεύκο. Ένας ευκάλυπτος δεν είναι ευκάλυπτος».
Ας πούμε ότι τον λένε Κώστα και σένα Κωνσταντίνο. Και γεννήθηκε στη Σούρπη το ’40. Κι είχε μια θεια την Αγγελική που τον ανάθρεψε στον Βόλο γιατί η μάνα του, γυναίκα στέρεα και σιωπηλή, πέθανε στα ’55, και μια αδελφή την Αναστασία, μονίμως φευγάτη αυτή που παντρεύτηκε έναν Βασίλη απ’ τους Μολάους, κι έναν πατέρα, ανθρωπάκι ζαρωμένο που ’κανε λίγα-πολλά στον πόλεμο κι έφαγε το κεφάλι του στην Αντίσταση κι έπειτα κάθε μήνα πλέρωνε βαρύ τον φόρο της μετάνοιας.
Και στα νιάτα του, μαραγκός δούλευε στο Ξυλάδικο του Βόλου στην άκρη της πόλης, κι έκανε κι άλλες δουλειές του ποδαριού, κι αργότερα φαντάρος με τον Σταύρο στη Λάρισα και πάλι πίσω στη δουλειά. Κι έγινε, λέει, μάγος της ξυλογλυπτικής δίπλα στον Μάστορα που λες και βγήκε απ’ τα παραμύθια της Χαλιμάς. Και μετά στα μαύρα χρόνια έφυγε-ξέφυγε από τούτο τον τόπο μαζί μ’ ένα τσούρμο αποσυνάγωγους και πήγε gastarbeiter στη Στουτγκάρδη τού κόντρα πλακέ ονείρου –καμιά μαγεία εκεί. Κι ο φίλος του ο Σκουρογιάννης απ’ το ξακουστό Ντομπρίνοβο κούτσουρα τους ανέβαζε κούτσουρα τους κατέβαζε που σαράντα χιλιάδες ελληνικές ψυχές χαμπάρι δεν επήραν πώς γίνηκε ο ξεριζωμός τους.
Και πιο μετά επέστρεψε στο χωριό του. Και παντρεύτηκε κι έκανε τον πατέρα σου. Και τα δικά του χέρια σμιλέψανε το τέμπλο του Χριστού και τις μεσάντρες στα παλιά αρχοντικά, μέχρι και το κελεμπέκι για το βιολί το παραπονιάρικο του Αλέξη Ζούμπα πολύ θα ’θελες κείνος ο παππούς να του ’χε δώσει πνοή.
Και κάποτε είπε την ιστορία του σ’ ένα συγγραφέα που τον λέγανε Δημήτρη Χατζή και αναζητούσε, λέει, επίμονα τη ρωμαίικη ρίζα του. Κι αυτός την πήρε στα σοβαρά κι έκατσε και την έκανε βιβλίο διπλό –που τώρα εσύ αποκαμωμένος το κλείνεις και ανοίγεις το λάπτοπ. Και γράφεις στον τοίχο σου την απάντηση που δεν αρνήθηκες να δώσεις στο διαγώνισμα των ΕΠΑΛ, και οι συμμαθητές σου ανάρμοστα γέλαγαν την άγνοιά σου:
«Μαραγκός σημαίνει παππούς.»
Και κάθεσαι, ξένος εσύ ξενότερος κι απ’ τους ξένους, κι αναρωτιέσαι. Γιατί τάχα νιώθεις απροσάρμοστος σαν τον Κάσπαρ Χάουζερ στην έρημη χώρα; Γιατί σε κόψανε στις εξετάσεις, όπως η κορδέλα που ’κοψε σύριζα τα δυο δάχτυλα εκείνου του παππού –τότε- στο Ξυλάδικο του Βόλου; Γιατί ο δικός σου πατέρας πήγε αμετανόητος μέσα σ’ ένα άσπρο σύννεφο σκόνης σαν το σκυλί στ’ αμπέλι που δουλειά της προκοπής δεν σταύρωνε; Κι αν ο παππούς υπήρξε αληθινά ή μήπως όλα τα γέννησε το άρρωστο μυαλό σου. Κι αν κατάλαβες καλά πως το ρωμαίικο δεν είναι τόπος για να ζεις, δεν είναι κόσμος, ανθρώπινες δουλειές, μα καημός μονάχα, ένας Κρόνος που τρώει τα παιδιά του. Ένας δίχως τέλος ξεριζωμός.
[1] Φόρος τιμής στον Δ. Χατζή και στο συγκλονιστικότερο όλων κεφάλαιο «Ρέκβιεμ για ένα μικρό ράφτη» από το «Διπλό Βιβλίο».