Μαθήματα Γραφής

[ Αθηνά Παπανικολάου / Ελλάδα / 08.01.19 ]

Κοιτούσε μέσα απ’ το παράθυρο την φορτωμένη στο μωβ κουτσουπιά και λαμπύριζαν μικρές ανοιξιάτικες δροσοσταλίδες στο καφέ των ματιών του. Είχε τόση έξαψη που κόντευε να τσακίσει το μολύβι στα δάχτυλα του. Πάνω στο πράσινο θρανίο είχε χαράξει τα ατέλειωτα χιλιόμετρα που περπάτησε για να φτάσει σ’ αυτή τη μικρή αίθουσα. Στο σπίτι του, τι σπίτι δηλαδή, ένα δωμάτιο με τέσσερις λαμαρίνες και έξι ψυχές, γιατί σώματα δεν τα ’λεγες από την ασιτία που είχε αράξει εκεί μέσα γενεές δεκατέσσερις, η μάνα του είχε ετοιμάσει ένα σακούλι, λίγα ρούχα, δυό πίτες και δέκα ρουπίες, τον έσφιξε δευτερόλεπτα στο στήθος της, μη τυχόν και νιώσει τι πλάκα σίδερο βάρυνε κάτω απ’ το λεπτό βαμβακερό σάρι. Απ’ το Καράτσι στην Τεχεράνη κι από κει στο Ντιαρμπακίρ κι απ’ την Ανατολία στα παράλια, πέρασε βουνά, έρημο, χωριά και πόλεις κι η θάλασσα, που πρώτη φορά έβλεπε στη ζωή του, τον ξέβρασε σ’ αυτήν την αίθουσα, που αίθουσα δεν τη λες, ίσα ίσα δυο θρανία. Δεκαεφτά χρονών μ’ αργασμένα χέρια εξηντάρη. Πέντε χρονών στα υπόγεια να υφαίνει κόμπο-κόμπο τα χαλιά, μετά στα τούβλα κι ύστερα σ’ ένα μαχαιράδικο ακονίστηκε η ζωή του. Many hours madame, bad bosses. Στον ξενώνα που τον έβαλαν έμαθε λίγα αγγλικά. Αυτοί τον έγραψαν και στο σχολείο.Good morning madame.

Στην αρχή προσποιούνταν πως έγραφε, χαμογελώντας δειλά κατέβαζε το κεφάλι κι άφηνε τα καρβουνιασμένα μάτια του χαμηλά, ίσα με το πάτωμα το βλέμμα. Χρειάστηκαν τρεις μήνες για να καταλάβουν πως μήτε γράμματα μήτε γραφή εννοούσε. No school madame.

Μόνο ζωγράφιζε, φεγγάρια, ήλιους, δέντρα και δρόμους φιδωτούς. Αφήστε τον σε μένα πρότεινε η good morning madame, αυτός κι εγώ στη λιλιπούτεια αίθουσα, μονο το μωβ της κουτσουπιάς να χρωματίζει απ' το παράθυρο την Άνοιξη που έμπαινε. Θυμήθηκε και τα δικά της, πως τα ’στειλε πρώτη μέρα στο σχολείο, το βάσανο εκείνο να κρατάει το χέρι τους και να χορεύουν τα πρώτα γράμματα ταραντέλα σισιλιάνικη στις γραμμές. Άνοιξε το κινητό της, στην οθόνη τα παιδιά της. Εγώ μάνα του είπε, μα-μά. Πες το και συ, μα-μά. Μα-μά ψέλλισε κι εκείνος και τα καρβουνάκια στις κόγχες των ματιών του σπινθηροβόλισαν. ’Ανοιξε το δικό του κινητό, στην οθόνη μια πόρτα, που πόρτα δεν τη λες, δίπλα στις λαμαρίνες η μάνα του τυλιγμένη στο κίτρινο σάρι. Μα-μά συλλάβισε. Μα-μά έγραψε κι η good morning madame στον πίνακα κι άρχισε αυτός να ζωγραφίζει. Όσο καιρό άνθιζε η κουτσουπιά ο πίνακας γέμιζε μωβ άνθη, σύννεφα, θάλασσες, πουλιά, πρόσωπα, μάτια, συλλαβές, λέξεις. Άφησε να του πιάσει το χέρι και μαζί χάραζαν γλώσσα και γλώσσες, ο ήλιος, η θάλασσα, η κουτσουπιά, η άνοιξη, η μάνα έγιναν γράμματα δικά του. Τεντώθηκε τότε το σώμα, υψώθηκε το βλέμμα και πρώτη φορά στο τζάμι απ’ το παράθυρο είδε πόσο είχε ψηλώσει.