Μία ροπή

[ Γιώτα Αναγνώστου / Ελλάδα / 23.07.21 ]

Μπορεί να έφταιγε η Κική. Μα, ακόμα κι αν το φταίξιμο δεν ήτανε ολότελα δικό της, το σίγουρο είναι ότι ένα καλό μερίδιο ευθύνης της ανήκει. Τρία βιβλία μου δάνεισε. Του Μάτεσι ήταν και τα τρία. Όχι αυτά που είχα διαβάσει. Άλλα. Το πρώτο διάβασα –το Αφροδίτη- δίχως πρόβλημα. Έβρισκα μάλιστα γραμμή τη γραμμή, σελίδα τη σελίδα και θυμόμουν όλα αυτά που μ’ έκαναν τον Μάτεσι να αγαπήσω όσο λίγους. Το δεύτερο άρχισα -το Ύλη δάσους. Έφτασα και στη Λίνδο. Είχε η Κική υπογραμμίσει «στη θάλασσα όρθιο φως» και «απλωμένη γεωμετρία» δυο σελίδες παρακάτω και «όρθια επιστήμη» πάνω-πάνω με το γύρισμα της τεσσαρακοστής.

Να έφταιγε η Κική με τις υπογραμμίσεις της; Να έφταιγε του Μάτεσι η πένα; Δεν ξέρω ν’ απαντήσω. Μα ένιωσα τον ουρανό να χαμηλώνει, όλο να κατεβαίνει το γαλάζιο και σαν θάλασσα βουβή όλο να φουσκώνει –εδώ που θάλασσα δεν βλέπεις ούτε με το κιάλι- και να στάζει στέρεος, συμπαγής, πετρώδης, ο ουρανός ο φουσκωμένος σαν τη βουβή τη θάλασσα, πάνω από το κεφάλι μου, τόσο που ζάρωσε από φόβο η κερασιά και γύρεψε να κρύψει τους καρπούς. Έγινε ο ουρανός μια οροφή, όπως στο σπήλαιο στο Πέραμα, γεμάτη σταλακτίτες. Ήτανε όλοι τους σαν βέλη, σαν σουβλιά κι ήταν τα δάκρυα τ’ ουρανού πικρά και στάζανε φαρμάκι. Κάθε σταγόνα μια αιχμή. Ούτε που το μπορώ να εξηγήσω πώς οι υπογραμμίσεις οι θαλασσινές γίναν βραγιές στον ουρανό και βγήκαν τόσα αγκάθια. Λες κι ήθελε ο ουρανός εκδίκηση που τον τρυπούν τόσους αιώνες της Πίνδου οι απόκρημνες κορφές κι ήθελε τώρα αυτός με μύρια βέλη ακονισμένα να τις πλήξει.

Ξέρω μονάχα τούτο. Σαν σε όνειρο σε είδα. Σε μια λιμνούλα απόκρυφη, σε μια εσοχή του τρομερού σπηλαίου, σαν θάλαμος βασιλικός. Εκεί σε είδα. Καθαρά –όχι σκιά σου λέω, όχι, πεντακάθαρα- σε είδα να λούζεις το κορμί. Με επιμέλεια και φροντίδα και προσοχή περίσσια κυρίως στην περιοχή του πληγωμένου στήθους. Κι όλα τα ζούδια της σπηλιάς, τρωγλόβια, μυριόποδα, ζωούλες άσπρες και τυφλές με μακριές κεραίες (ενεργοβόρα όργανα τα μάτια, μπορούν χωρίς αυτά και δίχως ήλιο) ακόμα και χωρίς τροφή αντέχουν, σαλιγκαράκια μια σταλιά και νυχτερίδες να προσπαθούνε τα μαλλιά σου να χτενίσουν. Τριγύρω χθόνιες θεές την αποκάλυψη να ψέλνουν κι εγώ να μην μπορώ να κρύψω τη χαρά μου που ‘χαμε τώρα θάλασσα να πνίγει τα όνειρά μας, εμάς που η υψοφοβία μάς εμπόδιζε να γίνουμε εναερίτες αλλά στις καταδύσεις πάντοτε μας έσερνε η ροπή μας. Αυτή. Αυτή η ροπή τα έκανε όλα.

Το τρίτο μου το διάβασες εσύ στα σκοτεινά. Από τις πρώτες του αράδες το κατάλαβα πως το ‘χα διαβασμένο. Δεν στο είπα. Σε άφησα να φτάσεις ως το τέλος.