Μάτια χτισμένα στη φλόγα

[ Ειρήνη Παραδεισανού / Ελλάδα / 27.12.16 ]

Η κατάρα του δυτικού ανθρώπου είναι ότι δεν ξέρει να πονάει. Προτιμά το θάνατο μέσα του απ' τη φθορά του πόνου. Φτιασιδώνει την όψη του να μη φανεί η ρωγμή του χρόνου και γελά ψεύτικα. Ο δυτικός άνθρωπος είναι ένα ον που αποφεύγει ό,τι θα μπορούσε να τον κάνει άνθρωπο: την τριβή με την ματαίωση και τον πόνο.

Κι έρχεται ο ξένος από την Ανατολή.

Αυτός που έζησε στο διάφανο δέρμα του τον θάνατο.
Αυτός που είδε το παιδί του να ουρλιάζει από φόβο. Αυτός που ξέθαψε τη γυναίκα του απ' τα ερείπια του σπιτιού τους και την είδε να ξεψυχά μπροστά στα μάτια του.
Κι ύστερα από μερόνυχτα βουβό περπάτημα έφτασε στη θάλασσα.
Έδωσε ό, τι είχε και δεν είχε στο δουλέμπορο, έδεσε σφιχτά το σωσίβιο γύρω από το κορμάκι του γιου του, μπήκε στη βάρκα και κουλουριάστηκε σε μια γωνιά με το παιδί στην αγκαλιά του.
Κι έκλεισε τα μάτια κι έγινε ολάκερος μια φλόγα. Και δεν άφηνε τα μάτια του γιου του από τα μάτια του. Και δεν ένιωθε την αρμύρα της θάλασσας στο πετσί του, ούτε τις ριπές του ανέμου. Γιατί τα μάτια του καίγανε απ’ ό,τι πιο ευγενικό έχει ο άνθρωπος μέσα του. Τη λαχτάρα για ζωή μακριά από τη φρίκη του πολέμου.

Τον είδε ο δυτικός άνθρωπος και σκιάχτηκε.
Γιατί για χρόνια πολλά είχε ξεμάθει να κοιτά ανθρώπους με μάτια χτισμένα στη φλόγα.