«Σε κοιτάζω
κι είσαι ένα πλάσμα αλλόκοτο και κατανοητό συνάμα.
Στο κεφάλι σου υπάρχουν
μικρά μαύρα φίδια,
τα μάτια σου λάμπουν
από το φως της αλήθειας
ή μήπως από τη χρυσή σκιά που έβαλες;
Τα χείλη σου στάζουν κόκκινο αίμα
ή μήπως είναι το κόκκινο κραγιόν σου;
Τα χέρια σου είναι ορθάνοιχτα και πελώρια
πώς να χωρέσουν όλοι οι πονεμένοι σε μια αγκαλιά;
Παιδί μου,
ομόρφυνες τον κόσμο με τα λόγια σου, την καλοσύνη και τη συμπόνια σου, την ευγενική σου ψυχή και την αγάπη σου.
Και τρία χρόνια λείπεις
κι άφησες ανοιχτές πληγές και τη μαγεία σου να πλανάται στον αέρα και να ψάχνει κάπου να φωλιάσει.
Η χρυσόσκονη που σκόρπισες φεύγοντας, ταξιδεύει στην ατμόσφαιρα και είναι σαν να μας κλείνεις το μάτι και να λες “Εδώ είμαι, οι πράξεις μου, τα λόγια μου, τα γραπτά μου είναι εδώ.
Συνεχίστε μέχρι που κάθε παπούτσι που κλωτσά να γίνει στάχτη στο χώμα της κόλασης.
Η μαμά σου.