Μάζεψέ με...

[ Ζήσης Ναούμ / Ελλάδα / 12.09.19 ]

Πάνε μέρες τώρα που ξυπνά την ίδια μεταμεσονύχτια ώρα. Από τότε... Σηκώνεται απ' το κρεβάτι, πάει στο παράθυρο και τραβάει την κουρτίνα. Εκείνη κάθεται στο παγκάκι στο απέναντι πάρκο κάτω απ' την κολώνα της ΔΕΗ και κοιτάζει προς το μέρος του.
"Μάζεψέ με μωρέ...μάζεψέ με" ανοιγοκλείνει το στόμα της κι' αυτός καταλαβαίνει. Κλείνει την κουρτίνα και γυρνά στο κρεβάτι του μονολογώντας.
"Όχι ακόμα ρε μωρό...όχι ακόμα". Ύστερα παίρνει αγκαλιά το μαξιλάρι της και δαγκώνει την άκρη του να πνίξει τους λυγμούς. Και δε κοιμάται.
Τούτη την μεταμεσονύχτια ώρα τράβηξε την κουρτίνα και ήταν πάλι εκεί.
"Δεν θα 'χεις τίποτα πια στον κόσμο..." ανοιγόκλεισε το στόμα της. Εκείνος έκλεισε την κουρτίνα και γύρισε την πλάτη.
Το κουδούνι που χτύπησε τα χαράματα ήταν της εξώπορτας. Έτρεξε χαρούμενος να ανοίξει κι' ας μην ήταν ακόμα έτοιμος. Στην πόρτα έστεκε μια κοινή τους φίλη.
Που δεν άφησε ένα σημείωμα, που μπήκε με τα ρούχα στο μπάνιο, για δύο χαρακιές είπε και πέντε λίτρα αίμα χαμένα στην αποχέτευση. Άπλωσε το χέρι να στηριχτεί στον τοίχο του διαδρόμου. Σαν να μην είχε πια χέρι, έπεσε το σώμα του πάνω στον τοίχο με δύναμη και κύλησε στο πάτωμα. Στράβωσε το στόμα του και παραλόγησε το βλέμμα του. Εκείνη η φωνή που δεν μπόρεσε να βγει...
Πήρε καιρό να ξανασταθεί σαν άνθρωπος στα δυο του πόδια. Γύρισε... έκατσε στο παγκάκι της μέχρι που τα μαλλιά και τα γένια του τυλίχτηκαν γύρω στα σανίδια. Να μην μπορεί κάπου αλλού να πάει. Έκοβε κομμάτια απ' το σώμα του και τα μοίραζε πρόσφορο στους περαστικούς. Για την χαμένη του ψυχή...
Όταν δεν είχε πια να δώσει, ανοιγόκλεισε το στόμα του. "Δεν έχω τίποτα πια σ' αυτόν τον κόσμο, μάζεψέ με...μωρέ...μάζεψέ με".
Ήρθε και έκατσε δίπλα του. Χλωμή, χωρίς σταγόνα αίμα μέσα της. Άπλωσε τις κατάμαυρες φτερούγες της και τον μάζεψε...