Λοιμωδών...

[ Σπύρος Σιάτρας / Ελλάδα / 03.06.17 ]

Η μουσική έπαιζε δυνατά

Ως συνήθως

Στις μοναχικές διαδρομές, κρατιέσαι από όπου μπορείς

Κυρίως από εκείνα που ξορκίζουν την μοναξιά απ’ έξω και την υποταγή από μέσα

Στα πενήντα μέτρα, στην στροφή έξω από το Λοιμωδών, ένας σαραντάρης προσπαθεί να ισορροπήσει στο μηχανάκι και να το βάλει μπροστά

Είχε και κάτι σακούλες σούπερ μάρκετ ανάμεσα στα πόδια του, παλεύει άτσαλα να μην του πέσουν κι αυτές

Λες και κουβαλούσε την ζωή του εκεί μέσα

Κόβεις ταχύτητα, χαμηλώνεις την μουσική και πιάνεις δεξιά, σχεδόν σταματάς

Έντονη διαίσθηση πως κάτι δεν πάει καλά

Σουρωμένος μάλλον, μπορεί και υπό την επήρεια

Μέχρι να ακινητοποιηθεί το αυτοκίνητο, ο άνδρας έχει πέσει κάτω στο οδόστρωμα, το μηχανάκι του έχει πλακώσει το πόδι, οι σακούλες έχουν ανοίξει και τα πράγματα έχουν πέσει πάνω και γύρω του

Στην στάση του λεωφορείου, μια κοπέλα και ένας κύριος απλά τον κοιτάνε

Είναι μάλλον που τα έχουν αυτά οι πτώσεις

Κάποιους τους μαρμαρώνουν, κάποιους τους πανικοβάλλουν, κάποιους τους ενεργοποιούν

Κάποιοι απλά αδιαφορούν

Και σίγουρα, κάποιοι πονάνε

 

Φτάνεις δίπλα του

«Ρε άνθρωπε είσαι καλά;» και προσπαθείς να τον απεγκλωβίσεις και να τον βοηθήσεις να σηκωθεί

Σηκώνεται με προσπάθεια, δεν έχει χτυπήσει, είναι όμως φανερό πως είναι φορτωμένος ποτό

«Σε ευχαριστώ ρε φίλε, σε ευχαριστώ» ψελλίζει, την ώρα που τον βοηθάς να μαζέψει τα πράγματα

«Δεν φαίνεσαι καλά ρε φίλε, κάτσε να μπω στο Λοιμωδών να ζητήσω βοήθεια» λες

«ΟΧΙ σε παρακαλώ» λέει, «… εδώ δίπλα είναι το σπίτι μου, θα φτάσω… Άλλωστε ποια βοήθεια τώρα πια;…»

«Τι θα φτάσεις ρε αδερφέ, θα σκοτωθείς ή θα πάρεις κανέναν στον λαιμό σου….»

«Τώρα πια, δεν… Σε ευχαριστώ πάντως ρε φίλε, αλήθεια σε ευχαριστώ…»

«Ρε φίλε, να πάω να…»

«Είμαι εντάξει φίλε, φύγε, σε καθυστερώ, εντάξει…. Σε ευχαριστώ…»

Με βαριά καρδιά μπαίνεις στο αυτοκίνητο να φύγεις

Κοντοστέκεσαι

Σε κοιτάζει και σου κάνει νόημα πως όλα είναι εντάξει

«Σε ευχαριστώ πολύ…» φωνάζει

(Η κοπέλα και ο κύριος στην στάση, εξακολουθούν και λοξοκοιτούν από τα δέκα μέτρα

Απασχολημένοι μάλλον με το λεωφορείο της ζωής τους που δεν έρχεται

Άλλωστε, δεν ήταν η δικιά τους πτώση

Και μάλλον πιστεύουν πως το λεωφορείο τους όπου να ‘ναι φτάνει

Αυτή η ψευδαίσθηση της ιδιωτικής αλήθειας μας τρώει σαν σαράκι

Λίγο –λίγο

Σε στάσεις λεωφορείων και σε καθιστικά)

 

Δεν έχεις να κάνεις κάτι περισσότερο

Φεύγεις

Χωρίς μουσική

Δεν την χρειάζεσαι πια

Στο φανάρι, τον βλέπεις από τον καθρέπτη να πλησιάζει αργά κάπου πίσω με το μηχανάκι

Λίγο πριν ανάψει το φανάρι να στρίψεις, τον βλέπεις από τον καθρέπτη να σε χαιρετάει ρισκάροντας την ήδη επίφοβη ισορροπία του, με μια μεγάλη κίνηση του χεριού, όπως χαιρετούσαν αυτούς που μπάρκαραν, εκείνοι που έμεναν πίσω· στις αποβάθρες

Κουνάς το χέρι από το παράθυρο

Ακριβώς στην στροφή επάνω, το ελαφρύ αεράκι σου φέρνει στα αυτιά ένα μισοσβησμένο «Σε ευχαριστώωωω…»

 

Εγώ ρε φίλε σε ευχαριστώ

Κι ας μην μάθεις ποτέ πως μπορεί να ισχύει κάτι τέτοιο σε τέτοιους καιρούς