Λ.Κοέν: «χόρεψέ με στην ομορφιά σου κόσμε, με ένα φλεγόμενο βιολί»

[ ARTI news / Ελλάδα / 22.09.18 ]

 

Έλεγε ο Λέοναρντ Κοέν: «Είναι παράξενος ο τρόπος που γεννιέται ένα τραγούδι, κάθε τραγούδι έχει κάποιου είδους σπόρο, που κάποιος βάζει στο χέρι σου ή ο ίδιος ο κόσμος βάζει στο χέρι σου, και γι’ αυτό η διαδικασία είναι τόσο μυστήρια για το πώς γράφεται ένα τραγούδι.  Όμως το συγκεκριμένο ήρθε για μένα απλά επειδή γνώριζα ή άκουγα ότι δίπλα στα κρεματόρια, σε κάποια συγκεκριμένα στρατόπεδα θανάτου υπήρχε μία ομάδα μουσικών, που αποτελούνταν από ένα κουαρτέτο εγχόρδων, οι οποίοι υποχρεώνονταν να παίζουν κάθε φορά που εξελισσόταν η διαδικασία αυτής της φρίκης. Και αυτούς τους ανθρώπους που έπαιζαν, τους περίμενε η ίδια τρομακτική μοίρα. Και υποχρεώνονταν να παίζουν  κλασική μουσική, την ώρα που οι συγκρατούμενοί τους θανατώνονταν και καίγονταν. Αυτή η μουσική λοιπόν το «χόρεψέ με στην ομορφιά σου με ένα φλεγόμενο βιολί» εννοεί συμβολικά σαν ομορφιά το τέλος της ύπαρξης, και το στοιχείο του πάθους που διέπει κάθε ολοκλήρωση. Όμως αυτή είναι η ίδια γλώσσα που χρησιμοποιούμε για την απόλυτη παράδοση στον αγαπημένο ή στην αγαπημένη μας, έτσι ώστε σ’ ένα τραγούδι να μην είναι σημαντικό εντέλει να γνωρίζει κανείς την απαρχή της γένεσής του, γιατί εάν και η ίδια η γλώσσα προέρχεται απ’ αυτή την γενεσιουργό πηγή πάθους, μπορεί να αγκαλιάσει οποιαδήποτε παθιασμένη ενέργεια».

Ο Κοέν ήταν ιδιαίτερα ευαίσθητος στο Ολοκαύτωμα καθώς ήταν ο ίδιος εβραίος.

Dance me to the end of love…

Σήμερα «χόρεψέ με στην ομορφιά σου κόσμε, με ένα φλεγόμενο βιολί, μία νότα, έναν ήχο, μια μελωδία, ένα όραμα που να κάψει επιτέλους τη φρίκη αυτού του κόσμου, να κάνει στάχτη την ασκήμια του, τον παραλογισμό του, το μάταιο και άσκοπο πόνο, το θρήνο για την ανθρωπιά που χάνει ξανά και ξανά στο λυκόφως της ντροπής της η ανθρωπότητα…».

Κι ο έρωτας. Να πως περιγράφει ο Κοέν το βίωμα της ερωτικής κατάστασης:
«…να είμαι σε ένα ξενοδοχείο του Πειραιά μαζί με τη Μαριάν, μόλις τα είχαμε πρωτοφτιάξει, έπρεπε να πάρουμε το πλοίο και είχαμε αργήσει. Σηκώθηκα, ήπια βιαστικά ένα φλιτζάνι καφέ και πήραμε μαζί ταξί για το λιμάνι. Ήταν από τις πιο ευτυχισμένες στιγμές που έχω ζήσει στη ζωή μου - εκείνη ακριβώς η στιγμή στο πίσω κάθισμα του ταξί μαζί με τη Μαριάν, όπου άναψα ένα τσιγάρο, ένα ελληνικό τσιγάρο, και απολάμβανα αυτή τη βαθιά γεύση που είχε με τις πολλές, τότε, τούρκικες ποικιλίες καπνού και σκεφτόμουν ότι επιτέλους ενηλικιώθηκα. Ότι επιτέλους έχω τη δική μου ζωή. Είμαι με αυτή την πανέμορφη γυναίκα, έχουμε κάποια χρήματα στην τσέπη μας, θα πάμε πίσω στην Ύδρα και έχουμε τον έρωτά μας. Αυτό το αίσθημα που ένιωσα εκείνη τη στιγμή στο ταξί είναι που προσπάθησα να ανασυστήσω ανεπιτυχώς άπειρες στιγμές στη ζωή μου. Το αίσθημα του να έχεις μεγαλώσει χωρίς τραύματα, του να βρίσκεσαι με έναν πανέμορφο άνθρωπο, να είσαι ευτυχισμένος μαζί του και όλος ο κόσμος και η ζωή να απλώνονται μπροστά σου».