Με αφορμή το βιβλίο του Νικηφόρου Διαμαντούρου, «Οι απαρχές της συγκρότησης του σύγχρονου κράτους στην Ελλάδα», ο αξέχαστος φίλος μας Κωστής Παπαγιώργης έγραψε το παρακάτω κείμενο:
Του Κωστή Παπαγιώργη*
Η εκπεφρασμένη ροπή νεότερων μελετητών της ιστορίας να απορριφθούν τα καθιερωμένα περί ελληνικής επαναστάσεως και να ερευνηθούν -εμπράκτως και επιστημονικώς- τα πραγματικά δεδομένα του ξεσηκωμού, μόνο αισιοδοξία εμπνέει σε όσους θεωρούν το ζήτημα εκκρεμές. Η μπόσικη ρητορεία στην οποία εθιστήκαμε, η αποσιώπηση των πιο καίριων πτυχών του Αγώνα, η λαϊκιστική άποψη περί συνολικού ξεσηκωμού με όλα τα παρελκόμενα δημιούργησαν ένα εθνικιστικό μύθευμα που διδάχτηκε στα σχολεία, γαλούχησε γενεές επί γενεών, έπλασε τον μύθο του ’21 και κατόπιν έπεσε σε λήθαργο στα ράφια των βιβλιοθηκών. Δεδομένου ότι ο ντόπιος αγώνας δεν ήταν ο μόνος -ανάλογες επαναστάσεις σημειώνονται στην Αμερική, στη Γαλλία, στην Ισπανία. στην Πορτογαλία, στην Ισπανία, στη Σερβία κτλ- παραμένει ένα ιστορικό παράδοξο: γιατί ο ελληνικός αγώνας δε βρήκε τον ιστορικό του και αρκούμαστε -ακόμα και σήμερα- σε φαλκιδεύσεις;
Γνωρίζουμε όμως ότι στον πρώτο χρόνο, πριν ακόμα συγκληθεί η πρώτη Εθνοσυνέλευση, τα ελληνικά όπλα αριστεύουν και η Επανάσταση εξαπλούται, ενώ όλα τα δεινά αρχίζουν μετά την Εθνοσυνέλευση.
Ασφαλώς η ριζική αναθεώρηση του ξεσηκωμού, αυτή που θα απέρριπτε τα βασικά κείμενα ως υποκείμενα στο πάθος της προσωποληψίας, του φατριασμού και της εγνωσμένης ψευδολογίας, θα μας υποχρέωνε να «ξαναγράψουμε» κατά κάποιο τρόπο όχι μόνο τις βασικές ιστορίες (Τρικούπη, Φιλήμονα, Φραντζή, Σπηλιάδη, Μπαρτόλντι. Φίνλεϋ, Γκόρντον κτλ), άλλα και τα Απομνημονεύματα των αγωνιστών με έσχατο αίτημα να ξαναγίνει η Επανάσταση για να δούμε επιτέλους αυτοψεί τα διατρέξαντα. Ευτυχώς ο γέγονε γέγονε. Οι επαναστάσεις αποτελούν πάντα τα λίκνα των νέων δεισιδαιμονιών. Δεν είναι παράδοξο λοιπόν ότι βλέπουμε σήμερα ξενοσπουδασμένους μελετητές -πάνοπλους θεωρητικά- να επανέρχονται στο θέμα και να αποτολμούν ρήξεις με το παρελθόν για να ελευθερώσουν την δέσμια αλήθεια. Ο Διαμαντούρος ανήκει σε αυτό το ρεύμα.
Ήδη από την κουβερτούρα τού βιβλίου έχουμε μπει βαθιά στο θέμα. Ο δικός μας αγώνας για την ανεξαρτησία είχε το εξής ιδιάζον: δεν απέβλεπε μόνο στην αλλαγή πολιτικού καθεστώτος (όπως στην Αμερική για παράδειγμα) αλλά και στην αλλαγή του καθαυτό κράτους (το οποίο έπρεπε να δημιουργηθεί εκ του μη όντος). Η διαπίστωση είναι προφανής μέχρι απελπισίας, αλλά δε στέκει εκεί: εφόσον το νέο κράτος θα στηνόταν με βάση τις ιδέες τού Διαφωτισμού, και οι ιδέες υπάρχουν μόνο ως κτήματα ανθρώπων, τίθεται το μέγα ζήτημα του ρόλου που έπαιξαν οι «εκσυγχρονιστές» μέσα στο χαώδες θέατρο της Επανάστασης. Καθώς μάλιστα εκείνο το πρώτο επιχείρημα των διαφωτιστών βρίσκει την ιστορική του δικαίωση στην ένταξή μας στην ευρωπαϊκή κοινότητα, το συμπέρασμα λάμπει εκτυφλωτικά: ο Μαυροκορδάτος και οι συν αυτώ έστρεψαν το πρόσωπο της πατρίδας προς τα κει που ανήκε και την εισήγαγαν μελλοντοϊστορικά στη «μοναδική λογική της νεοτερικότητας».
Πουρκουά πα; όπως λένε οι Γάλλοι. Όντως ή χώρα εντάχθηκε (ή σύρθηκε όπως πάντα) στην ΕΕ. Όσοι νέμονται και καρπούνται παρόμοια συμπεράσματα, άξιος ο μισθός τους. Επειδή όμως η κορυφή της πυραμίδας αδυνατεί να ισχυροποιήσει τη βάση, αξίζει να μετατοπίσουμε το ερώτημα στα επαναστατικά χρόνια και να δούμε -εν απολύτω συντομία- τί ακριβώς ρόλο έπαιξαν οι αποκαλούμενοι «εκσυγχρονιστές» ή πιο σωστά οι ετερόχθονες (Φαναριώτες και μη). Εν προκειμένω ο πληθυντικός αδικεί, διότι δεν επρόκειτο περί πολυπληθούς ηγετικής ομάδας -ούτε περί επαναστατών. Άλλωστε κανείς τους δεν έπεσε στο πεδίο της μάχης. Όλοι πολέμησαν με την νεοφανή δύναμη της γραφειοκρατίας (το καλαμάρι) και επέδειξαν στους ντόπιους άγριους την υπεροχή της μελάνης απέναντι στο καριοφίλι.
Οι κοινωνικές δυνάμεις του ’21 -ταξικά ιδωμένες- απαρτίζονται από τους κοτζαμπάσηδες ιδιοκτήτες γης, από τον κλήρο, από τους καραβοκυρέους των νησιών, από τους αρματολούς της Χέρσου Ελλάδας, από τους εμπόρους της περιφέρειας και φυσικά από τον φακίρ φουκαρά, αγρότες, τσοπάνηδες, πραματευτάδες και τεχνίτες. Η Φιλική Εταιρεία θα ιδρυθεί από αποτυχημένους εμπόρους στην περιφέρεια και, με επικεφαλής τον γόνο μιας φαναριώτικης οικογένειας, θα καλλιεργήσει τον μύθο της φιλελληνικής Άρκτου. Οι δυτικοθρεμένοι δεν έχουν πεδίο έκφρασης προ του Αγώνος, διότι είναι φιλικοί και εντάσσονται ακόμα στα γενικά σχέδια της Υπέρτατου Αρχής. Πώς λοιπόν γεννιέται αυτό το «εκσυγχρονιστικό» ρεύμα πού έστησε τον νεοελληνικό κρατικό μηχανισμό; Η απάντηση πρέπει να αναζητηθεί στην προσωπικότητα τού Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου.
Ποστέλνικος του Ηγεμόνα Ι. Καρατζά προτού γίνει φιραρής προς την Πίζα, ο Αλέξανδρος -άτομο με εξαιρετικά ταλέντα- θα επιτύχει μέσα σε μικρό διάστημα να μετεκπαιδευτεί και, αναστρεφόμενος διάσημα πρόσωπα της εποχής (Σέλλεϋ, Ιγνάτιος), από πρώην υπάλληλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας θα μεταμορφωθεί σε δυτικόφρονα διαφωτιστή. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ως άνθρωπος τού Καρατζά -ηγεμόνα που ήθελε την αρχηγία της Φιλικής- τοποθετείται εξαρχής εχθρικά προς την οικογένεια των Υψηλάντηδων. Οι αρχηγοί του Αγώνα δυστυχώς κατέφθαναν έξωθεν και δεν διαστρέφουμε τα πράγματα αν ισχυριστούμε ότι την κεφαλή διεκδικούσαν λυσσωδώς οι Υψηλάντηδες από τη Ρωσία και η ηγετική ομάδα της Πίζας (Καρατζάς, Ιγνάτιος, Μαυροκορδάτος κτλ.). Σημειωτέον ότι οι βασικοί διεκδικητές δεν είχαν πατήσει ποτέ το πόδι τους στην Ελλάδα.
Όταν λοιπόν φθάνουν οι δύο ηγετικές ομάδες στο θέατρο του πολέμου, η βασική τους διαφορά είναι η εξής: ο Δημήτριος Υψηλάντης εμφανίζεται ως πληρεξούσιος του αδελφού του, ενώ ο Μαυροκορδάτος είναι μουσαφίρης χωρίς ίχνος εξουσίας (σημαντική λεπτομέρεια: φοράει γυαλιά -τεσσαρομάτη θα τον λέει ο Καραϊσκάκης- και ευρωπαϊκά ρούχα, τα οποία προβάρει λίγο προτού αναχωρήσει). Κατά συνεπεία η σύγκρουση αμφότερων των Φαναριωτών με τους ντόπιους πρόκριτους και κοτσαμπάσηδες ή αρματολούς ήταν ευνόητη. Ο Δημήτριος ήθελε ένα γκοβέρνο μιλιτάρε για να οργανωθεί ο Αγώνας – τί απέμενε στον Μαυροκορδάτο;
Ο Διαμαντούρος κομίζει άφθονα στοιχεία, καθώς είναι ξεσκολισμένος στη σχετική βιβλιογραφία, δεν ομολογεί όμως -διότι πάσα ομολογία θα ισοδυναμούσε με κατάρρευση του βιβλίου- ότι η ηγετική ομάδα της Πίζας δεν είχε άλλη διέξοδο από την εμμανή επιδίωξη του Συντάγματος.
Και τίθεται το ερώτημα: ξεσηκωμένοι πληθυσμοί που οπλίστηκαν αυτοσχεδίως και αντιμετώπιζαν έναν οργανωμένο στρατό, γιατί να είχαν τόσο μεγάλο καημό για Σύνταγμα; Το επίσημο πρόσχημα έλεγε ότι οι δυτικές κυβερνήσεις θα παρεξηγούσαν τον Αγώνα ως καρβουνιάρικο αν δεν επιδεικνυόταν ένα Σύνταγμα. Ο Διαμαντούρος αναπτύσσει το γνωστό επιχείρημα ότι οι ντόπιες δυνάμεις αγνοούσαν την έννοια του εθνικού κράτους, της κεντρικής εξουσίας, της οργανωμένης διοίκησης – και σωστά. Γνωρίζουμε όμως ότι στον πρώτο χρόνο, πριν ακόμα συγκληθεί η πρώτη Εθνοσυνέλευση, τα ελληνικά όπλα αριστεύουν και η Επανάσταση εξαπλούται, ενώ όλα τα δεινά αρχίζουν μετά την Εθνοσυνέλευση. Εδώ βρίσκεται άλλωστε η αιτία για την οποία ο Μαυροκορδάτος θεωρήθηκε κακός δαίμων του Αγώνα. Ευφυής πολιτικός, αντελήφθη το κενό εξουσίας (χαώδες κενό) και διέβλεψε ότι μόνο διά της γραφειοκρατίας με συνταγματικό προσωπείο θα μπορούσε να ανασχέσει πάσα δύναμη των αντιπάλων του και τελικά να επικρατήσει.
Ο Βερναρδάκης το έχει εκφράσει καίρια: «Όλος ο κόσμος συνησθάνετο την επί του παρόντος ανάγκην όχι πολιτικού, αλλά στρατιωτικού αρχηγού». Τι έκανε η ομάδα του Μαυροκορδάτου; Προέβαλε την ανάγκη Συντάγματος, πράγμα ανήκουστο για τους ντόπιους. Αν υποθέταμε ότι οι Εθνοσυνελεύσεις και τα Συντάγματά τους εφέλκυσαν τη συμπάθεια των ξένων κυβερνήσεων θα είχαμε μια σοβαρή δικαιολογία, γνωρίζουμε όμως ότι επί Ιμπραήμ, όταν ο Αγώνας έπνεε τα λοίσθια, το μόνο που δεν σκέφθηκαν οι ξένες δυνάμεις ήταν τα Συντάγματα (πολιτική απάτη, κατά τον Γάλλο πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη, πού επινόησαν 100 περίπου άνθρωποι…). Αντίθετα αυτό που μετρούσε ήταν η ισχύς των όπλων. Θα μπορούσαν τα ελληνικά όπλα να ανθέξουν;
Παίζοντας ηχηρά τη βιόλα των επαναστατών εκσυγχρονιστών, ο Διαμαντούρος δεν διανοείται να αναφέρει ούτε ίχνος από τα δεινά πού προκάλεσαν οι Εθνοσυνελεύσεις. Ο τόπος διέθετε, όπως ξέρουμε, προεστούς, ιερείς, αρματολούς, εμπόρους, γιατρούς, τεχνίτες, αλλά πολιτικούς – ούτε για δείγμα. Έτσι μονάχα ο κύκλος της Πίζας κατάφερε -ευκολότατα- να βάλει στο χέρι την πολιτική εξουσία επιδεικνύοντας ένα σκαρίφημα του Γκαλίνα το οποίο ουδέποτε τηρήθηκε. Και σε τι αποσκοπούσε αυτή η πολιτική και συνταγματική εξουσία; Να στερεί δια της καλάμου από τους στρατιωτικούς ό,τι κέρδιζαν στα πεδία των μαχών. Χαρακτηρολογικά, ο Μαυροκορδάτος -στα τριάντα του- έφτασε σε τέτοιο σημείο αλαζονείας ώστε έγινε και αρχιστράτηγος στο Πέτα. Αν μπορούσε εκτός από πολιτική δύναμη να αποκτήσει και στρατιωτική, θα γινόταν η ίδια η Επανάσταση. Και τι απέγινε: κατασυκοφάντησε όλους τους αρματολούς της Ρούμελης: δίκασε τον Καραϊσκάκη για προδότη, εξοβέλισε από τον Αγώνα τον Βαρνακιώτη, τον Μπακόλα και τον Ίσκο ως τουρκόφρονες, επικήρυξε τον Ανδρούτσο (ενώ κράτησε γύρω του τουρκόφρονες σαν τον Ράγκο και τον Μαγγίνα). Αυτός ευθύνεται για όλα τα δεινά του Μεσολογγίου.
Επιβάλλεται βέβαια να πούμε -με την δέουσα ελευθεροστομία- ότι ο Αγώνας αρχικά διεξαγόταν μεταξύ Τούρκων. Στο Μοριά οι κοτσαμπάσηδες ήταν τουρκοχριστιανοί που πολεμούσαν τους Οθωμανούς για να κληρονομήσουν τα κεκτημένα τους. Στη Ρούμελη οι αρματολοί ήταν οιονεί τουρκοχριστιανοί αξιωματούχοι που κατάλαβαν την επανάσταση σαν αυτονόμηση των αρματολικιών τους. Μόνο σταδιακά ο Αγώνας θα εξελληνιζόταν, με το ρυθμό περίπου που η λέξη Ρωμιοί και Γραικοί υποκαταστάθηκε από τη λέξη Έλλην. Σε όλα αυτά ο Μαυροκορδάτος δεν είχε καμία θέση. Αν δεν έτρεφε αρχηγικές φιλοδοξίες θα περιοριζόταν στα ταπεινά καθήκοντα του γραμματέα κάποιου οπλαρχηγού. Το δαιμόνιό του όμως τον έστρεψε κατά των αληθινών πρωταγωνιστών (Κολοκοτρώνης, Πετρόμπεης, Σταματελόπουλος, Καραϊσκάκης, Βαρνακιώτης, Ανδρούτσος ήταν εχθροί του – φίλος του ήταν μόνο ο Μπότσαρης γιατί τον χρησιμοποίησε κατά των ρουμελιωτών οπλαρχηγών).
Παράγραφοι σαν την ακόλουθη δεν τιμούν τον συγγραφέα: «Η άποψή μου είναι ότι οι εκσυγχρονιστές, πολεμώντας για την ανεξαρτησία, διεξήγαν ένα διμέτωπο αγώνα, όπου, εκτός από την προβλεπόμενη εκείνη την εποχή αντίδραση των ξένων στην πλήρη ανεξαρτησία, είχαν να αντιμετωπίσουν και τη διφορούμενη στάση των εγχώριων ηγετικών ομάδων στο ίδιο θέμα. Πράγματι σε όλη τη διάρκεια τού αγώνα δεν είχε υπάρξει σαφής ένδειξη ότι οι ομάδες αυτές ήταν διατεθειμένες να δεχτούν το δυτικού τύπου κράτος που πρέσβευαν οι εκσυγχρονιστές» (σελ. 176). Πριν απ’ όλα ποιοι ήταν οι εκσυγχρονιστές που «πολέμαγαν»; Ο Πραΐδης, ο Λουριώτης, ο Νέγρης και ο Καντακουζηνός; Ο Σέκερης ήταν ο μόνος πού έπεσε στο Μεσολόγγι (έχοντας αναθεματίσει τον ποστέλνικο και την πολιτεία του). Ύστερα ποιος ισχυρίστηκε ότι ο “Αγώνας έγινε για κράτος δυτικού τύπου; Η Φιλική ουδέποτε προέβαλε τέτοιους σκοπούς -απλώς υστερόπρωτα μπορεί ο Διαμαντούρος να αραδιάζει παρόμοια ιδεολογήματα (αρεστά στους καθηγητές των ξένων πανεπιστημίων πού στέφουν διπλωματούχους τους νέους εκσυγχρονιστές της Ελλάδος…).
Είναι λοιπόν συμπτωματικό ότι, μέσα στο κλίμα αυτής της υστερικής λατρείας των ετεροχθόνων και φερέοικων συνταγματομανών, ο συγγραφέας δε νιώθει την ανάγκη να πει ούτε μία λέξη συμπάθειας για τις δυνάμεις που -πώς το ξεχάσαμε;- έκαναν την Επανάσταση; Πώς προεκλήθη ο εμφύλιος; Τι ρόλο έπαιξε ο Μαυροκορδάτος στη φυλάκιση του Κολοκοτρώνη; Πόσο ευθύνεται για την αβίαστη αποβίβαση του Ιμπραήμ; Ποιος ευθύνεται για τη διάλυση του ρουμελιώτικου μετώπου; Η αλήθεια είναι ότι οι «εκσυγχρονιστές» αποδείχθηκαν χειρότεροι και από Τούρκοι στην Επανάσταση. Τα Συντάγματα δεν βοήθησαν σε τίποτα -αλλά αυτό είναι μία άλλη, θλιβερή ιστορία.
Εν είδει υστερόγραφου πάντως πρέπει να αναφέρουμε και κάτι ακόμα. Αυτοί οι δυτικοτραφείς εκσυγχρονιστές (ψαλιδοκέρια τους έλεγαν), που κατέφθασαν στον τόπο για να τον σώσουν από τους Τούρκους και κυρίως από τους ίδιους τους οπλοφόρους ραγιάδες, τί κατάλαβαν τέλος πάντων από το ντόπιο φρόνημα; Αρκεί η ενδοστρέφεια, ο τοπικισμός, η οικογένεια, ο συντηρητισμός, η τουρκοφροσύνη να εξηγήσουν τον ξεσηκωμό; Στο τέλος του τόμου βρίσκουμε μίαν ονοματολογία σαράντα περίπου ονομάτων -τη χρυσή βίβλο του επαναστατικού εκσυγχρονισμού. Αναρωτιέται λοιπόν κανείς: αυτοί οι άνθρωποι που κατείχαν γλώσσες, παιδεία και κατάρτιση κατά πολύ ανώτερη από τους ντόπιους, τί γραφτά άφησαν σαν υποθήκη; Όπως ξέρουμε ο Μαυροκορδάτος δεν έγραψε ούτε Ιστορία ούτε βιογραφία (αυτή θα είχε μεγάλο ενδιαφέρον). Έγραψε ο Τρικούπης τη γνωστή ιστορία, ο Μάμουκας, ο Λουριώτης, ο Φαρμακίδης, ο Δραγούμης. Εκτός από τον Τρικούπη όλα τα άλλα κείμενα απαξιώθηκαν. Απεναντίας το φρόνημα το οποίο αντιστρατεύθηκαν μανιωδώς οι ετερόχθονες άφησε μερικά κείμενα που σήμερα θεωρούνται θεμελιώδη για τον νεώτερο πολιτισμό μας. Δεν εννοούμε μόνο τον Μακρυγιάννη, πού θα αρκούσε από μόνος του, αλλά και τον Κολοκοτρώνη, τον Φωτάκο, τον Κασομούλη, τον Σπηλιάδη, τον Φραντζή, τον Φιλήμονα.
*Πηγή: Περιοδικό «Άρδην», τ. 37, Σεπτ. 2002