Κρεβάτι αδειανό
[ Μαργαρίτα Μανώλη / Ελλάδα / 20.06.17 ]Στα πενήντα κι οι δυο, πολλά χρόνια μαζί, αγαπημένοι πολύ, ζηλευτό ζευγάρι στον κύκλο τους, παιδιά δεν χωρούσαν ανάμεσά τους, εμείς οι δυο θα γεράσουμε μαζί, εκείνη με μια αδύναμη καρδιά, την κατάτρεχε πάντα ο φόβος μιας απώλειας, ξυπνάει όπως πάντα δίπλα της, η αγαπημένη του τον κοιτάζει με μάτια νεκρά, έχει κιόλας φύγει, αχ καρδιά μου, ο καθρέφτης τού αντιγυρίζει ένα γερασμένο πρόσωπο, ως ένας άλλος Ντόριαν Γκρέι, δες με, κράτησα την υπόσχεσή μας, εγώ γέρασα, εσύ έφυγες, νέα ακόμη κι όμορφη…
Κι ύστερα, κοιμήθηκες καλά, τη ρωτά εκείνος όλο έγνοια, σκουπίζει τρυφερά λίγο σάλιο στην άκρη των χειλιών της, της χτενίζει προσεκτικά τα μαλλιά, άσπρη κορδέλα η καλή μου φοράει, κι ας είναι το διπλανό κρεβάτι αδειανό από χρόνια, όχι δάκρυα, δεν θέλει να τον βλέπει εκείνη θλιμμένο, τις νύχτες δεν καλοκοιμάται, σηκώνεται να την αφουγκραστεί, της μολογάει ιστορίες, κι ας είναι το κρεβάτι αδειανό από χρόνια, τόσα χρόνια μαζί, πώς να αντέξει την απουσία της, της αραδιάζει τα νέα της γειτονιάς, κι ας είναι το κρεβάτι αδειανό από χρόνια, φθινοπώριασε καλή μου, έβαλε ψύχρα, τα βράδια νυχτώνει νωρίς, κι είναι ασήκωτα τα βράδια, έλα, πιες το τσάι σου, κι εγώ ένα τελευταίο τσιγάρο, απ’ αυτά που πάντα με μάλωνες, ώρα να πλαγιάσουμε μαζί, κι ας είναι το κρεβάτι αδειανό από χρόνια….