Κολωνός: Ποιος είχε δίκιο, οι δικαστές ή οι ένορκοι;
[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Ελλάδα / 05.04.24 ]Ποιος είχε δίκιο στην υπόθεση της 12χρονης από τον Κολωνό, η εισαγγελέας και οι δικαστές, ή οι ένορκοι και η κοινωνία;
Ποιος είχε δίκιο όταν με πλειοψηφία (59-6) η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου άναψε το «πράσινο φως» (στους Servicers και τα Funds) για το μαζικό ξεσπίτωμα 700.000 δανειοληπτών;
Ένας φίλος νομικός μου έλεγε πάντα το περίφημο «σκληρός νόμος αλλά νόμος». Τι σημαίνει όμως το «…σκληρός νόμος»; Ποιος συνέταξε και ποιος ψήφισε τον νόμο αυτόν; Το νομοθετικό σώμα, η Βουλή, είναι η απάντηση. Στη Βουλή όμως υπάρχει ένας ορισμένος συσχετισμός δυνάμεων. Σήμερα φερ’ επείν όλοι οι νόμοι ψηφίζονται από την πλειοψηφία της ΝΔ και έχουν συγκεκριμένο πολιτικό προσανατολισμό και ορισμένο ταξικό πρόσημο. Ο νόμος δεν προστατεύει τους εκατοντάδες χιλιάδες δανειολήπτες, αλλά τα funds και τις τράπεζες. Συνεπώς και οι αποφάσεις των δικαστών θα κινηθούν αυστηρά με βάση τον ταξικό προσανατολισμό των νόμων αυτών.
Ένας νόμος μπορεί να παράξει άδικα αποτελέσματα, όχι μόνο εξαιτίας των δικαστών και της ταξικής (συντακτικής) προέλευσης των νόμων, αλλά και λόγω μιας ιδιότυπης δικαστικής ανισότητας, καθώς οι «πάνω» έχουν στη διάθεσή τους πανάκριβα δικηγορικά γραφεία κι έναν τεράστιο νομικό μηχανισμό. Θυμίζω τη νομική ομάδα της περίφημης Goldman Sachs, το Multi-Strategy Investing(MSI), που είχε ως αντικείμενο την παράκαμψη των νόμων. Στις ΗΠΑ, η πολιτική αντιπαράθεση γίνεται στο νομικό πεδίο και με νομικούς όρους, όπως και στην Ελλάδα. Η αντιπαράθεση στο νομικό πεδίο κινείται στο πλαίσιο της λεγόμενης ερμηνείας του Συντάγματος (π.χ. η περίπτωση των ιδιωτικών πανεπιστημίων). Γι’ αυτό πολλοί μιλούν για τον σύγχρονο «συνταγματισμό» όπου υπάρχει η «κυβέρνηση των νόμων» σε αντίθεση με την «κυβέρνηση των ανθρώπων». Εδώ έχουμε την περίπτωση της κρίσης του «συνταγματικού σφάλματος», δηλαδή τις ερμηνείες και τα λεγόμενα «παραθυράκια», που αναζητούν οι νομικές ομάδες, όπως η MSI της Γκόλντμαν Σακς, καθώς και μια «αντιδημοκρατική πρακτική», δηλαδή μία λειτουργία που παρακάμπτει το πνεύμα του νόμου.
Συνεπώς, το dura lex, sed lex που προσπαθεί να θεμελιώσει τη θέση περί «ουδετερότητας» της δικαστικής εξουσίας και των νόμων, δεν ισχύει για όλους. Για να το αντιληφθούμε αυτό μπορούμε να ανατρέξουμε στον Πασκάλ, που έλεγε πως όταν ο Θεός εγκαταλείπει το προσκήνιο, τη θέση του καταλαμβάνουν οι άνθρωποι, που με τη φαντασία και το τέχνασμα περιβάλλονται το θείο: «Οι δικαστές κατάλαβαν καλά αυτό το μυστήριο. Οι κόκκινες τήβεννοί τους, οι γούνες τους, (...) Τα ανάκτορα όπου δικάζουν, οι κρίνοι, (σ.σ. επίσης η εικόνα του Ιησού και το Ευαγγέλιο) όλο αυτό το επιβλητικό σκηνικό είναι άκρως απαραίτητο» σημειώνει ο Πασκάλ, προκειμένου οι αποφάσεις της δικαστικής εξουσίας να αποκτήσουν (σχεδόν μεταφυσική) συμβολική νομιμοποιητική ισχύ!
Σε ορισμένες περιπτώσεις η κοινωνία (ένορκοι) προβλέπεται να «έχει αποφασιστικό λόγο» στις δικαστικές αποφάσεις, όπως στην περίπτωση της 12χρονης από τον Κολωνό, προκειμένου η δικανική κρίση των δικαστών να ισορροπεί με το περί δικαίου αίσθημα της κοινωνίας το οποίο εκφράζουν οι ένορκοι. Κάποτε φαίνεται να έχουμε κατάδηλη σύγκρουση μεταξύ των δύο: του δικαίου και της δικαιοσύνης, των δικαστών και των ενόρκων. Καθώς μία δικαστική απόφαση μπορεί να κινείται απολύτως εντός του δικαιοδοτικού πλαισίου, αλλά να είναι καταδήλως άδικη. Τα πράγματα γίνονται σκανδαλώδη όταν η δικαιοσύνη κινείται με βάση τις επιταγές της Εκτελεστικής Εξουσίας. Το γεγονός ότι η «κεφαλή» της δικαιοσύνης διορίζεται από την κυβέρνηση, είναι από μόνο του ένα τεράστιο σκάνδαλο.
Γι’ αυτό ο νομπελίστας συγγραφέας Ελίας Κανέτι χαρακτήριζε την δικαιοσύνη «θεσμό παραγωγής της αδικίας». Ο Κανέτι έφερνε ως παράδειγμα τον εμπρησμό του δικαστικού μεγάρου της Βιέννης(15-7-1927) μετά από την αθώωση από το δικαστήριο αστυνομικών που είχαν σκοτώσει εργάτες σε μία διαδήλωση στη Βιέννη. «Δίκαιη απόφαση» έγραφε στην πρώτη σελίδα της η βασική κυβερνητική εφημερίδα. Αυτό εξόργισε τους εργάτες που έκαψαν το δικαστικό μέγαρο, ενώ 90 από αυτούς δολοφονήθηκαν από την αστυνομία. Αυτό είναι το «αίσθημα δικαίου» της κοινωνίας. Αυτή είναι η «ανοιχτή» και απαραπλάνητη («χωρίς αρχηγό») μάζα του Κανέτι που η κίνησή της εναντίον του άδικου είχε ως στόχο το συμβολικό και ουσιαστικό θεσμό παραγωγής της αδικίας, το δικαστικό μέγαρο. Η διάρκεια αυτής της μάζας ήταν όση και η διάρκεια της φωτιάς. Αλλά για τη διαιώνισή της φρόντιζε το πυρ και οι βουρδουλιές της αστυνομίας, που λειτουργούσαν το ίδιο συνεκτικά όσο και οι φλόγες. Αυτά σημείωνε ο Κανέτι για τον θεσμό παραγωγής της αδικίας, για την ενίσχυση του μηνύματος από τα συστημικά μέσα ενημέρωσης και ασφαλώς για τη σύμπραξη της εκτελεστικής εξουσίας και του κατασταλτικού μηχανισμού, δηλαδή της αστυνομίας.
Γι’ αυτό θα πω μαζί με τον Χάουαρντ Ζιν, ότι το ανώτατο κριτήριο μιας απόφασης δεν είναι ο νόμος αλλά η δικαιοσύνη. Μπορεί κάποιος να μην υπακούει στο νόμο και να αρνηθεί τη "νομοκρατία", αλλά η πράξη του να συνάδει με την δικαιοσύνη...