Κοιμήσου...
[ Γιώτα Αναγνώστου / Ελλάδα / 17.02.19 ]Έβαλες τη φωτογραφία. Ξέρεις ποια λέω. Εκείνο το κορίτσι. Παράξενο παιδάκι γερασμένο. Λέξεις; Ναι. Τις απολύτως απαραίτητες. Ξέρω τι κάνεις. Να με κλονίσεις θέλεις. Να μου πετάξεις μια φτυσιά στα μούτρα. Να μου χαλάσεις τ’ όνειρο. Να βάψεις μαύρο και βαρύ τ’ ανάλαφρο, το ροζ μου συννεφάκι. Να κάνω να γελάσω και το γέλιο μου να γίνεται γκριμάτσα. Να έρχεται εκείνο το παράξενο παιδάκι στο τραπέζι μου· να κάθεται· να τρώει τα ροδαλά τα μαγουλάκια του παιδιού μου. Να μ’ αγκαλιάζει μετά και μαμά να με φωνάζει και για το γεύμα να μ’ ευχαριστεί. Να τρέχει έπειτα στο παιδικό δωμάτιο· να παίζει με τις κούκλες· να σκίζει τα βιβλία μου για να τις ταΐσει. Μόνο να τις ταΐσει θέλει. Να κομματιάζει τις σελίδες και να μπουκώνει τις κούκλες όμορφες, μεγάλες λέξεις. Σεβασμός. Δικαιώματα. Δημοκρατία. Κοίτα, δεν πεινάνε τώρα. Μαμά, καταλαβαίνεις ότι έπρεπε να φάνε. Το ‘πε κι ο κύριος Χέμινγουεϊ σ’ εκείνο το βιβλίο «δεν υπάρχει κανένας νόμος που να λέει ότι πρέπει να ζεις πεινασμένος». Πολύ χορταστικός. Καταλαβαίνεις; Το ‘χεις διαβάσει ή το ‘χες μόνο για μόστρα; Καταλαβαίνεις. Έτσι δεν είναι, μαμά; Είναι τα μωράκια μου και έπρεπε να τα φροντίσω. Εγώ είμαι η μαμά τους. Κι εσύ καταλαβαίνεις και την παίρνεις αγκαλιά την άγουρη μανούλα που αν τα βιβλία σου δεν έβρισκε για να ταΐσει τα μωρά τα πλαστικά της μπορεί και να ‘κοβε τ’ αληθινά της δάχτυλα και την ξαπλώνεις στο κρεβάτι του παιδιού σου που ξέρεις ότι έχει κάτω από το μαξιλάρι φυλαγμένο ένα όνειρο χορτάτο και ζεστό και τρυφερό και μυρίζει πορτοκάλι κι όταν τα πράγματα σκουραίνουν πάντα έρχεται αυτό να τα φωτίσει. Κοιμήσου κοριτσάκι, ξεκουράσου. Ό,τι μπορούσες το ‘κανες να μην πεινάσουνε τα πλαστικά μωράκια. Κοιμήσου κοριτσάκι με του παιδιού μου τ’ όνειρο στο μαξιλάρι. Κοιμήσου εσύ, μάνα του εφιάλτη μου. Έτρεχα, λέει, χωρίς κεφάλι… Είναι τόσο μικρή, θα πει η Γιάννα και μέσα απ’ τις γραμμές θα πιω το δάκρυ της. Θα τη σκεπάσει τρυφερά και έπειτα στις μύτες θα βγούμε απ’ το δωμάτιο να μην ξυπνήσει. Τι μου έβαλες αυτή τη φωτογραφία; θα ρωτήσει ο Ζήσης και θα ‘ρθει το ερωτηματικό να μας θερίσει. Τι στο διάβολο γίνεται; Φοβήθηκα μην απαντήσει ο Δημήτρης. Δεν έκανα εγώ παιδιά να μου τα κάψει αυτός, θα πει η γιαγιά μου –χρόνια πεθαμένη- που ‘ρθε κι αυτή σε μια γωνιά κουκουβισμένη να ιστορήσει πως μεγάλωσε με λάχανα τόσα παιδιά· πώς γλίτωσε τον πατέρα, πιτσιρικάκι, που πρόσβαλε τον πάππου γιατί έφαγε κάποιου συγχωριανού τα παλιοκούμπλα, να γεμίσει την άδεια του κοιλιά κι αυτός τον κρέμασε ανάποδα στην ακακία κι έκανε πως ανάβει και φωτιά για να τον κάψει και θα τον έκαιγε αν η γιαγιά δεν του χιμούσε. Πάμε γιαγιά, θα πω στην πεθαμένη. Κι ύστερα θα σταυρώσω το παιδί. Κι ύστερα θα επικαλεστώ και τον δικό του Θεό –όποιος κι αν είναι. Κι ας έρθουν όλοι οι Θεοί να μας συντρέξουν τώρα που έχει τόσο κλονιστεί η πίστη μας στον άνθρωπο. Κοιμήσου, μάνα του εφιάλτη μου. Έτρεχα, λέει, χωρίς κεφάλι…