Το καλοκαίρι είναι δρόμος απόκρημνος
Ένα κακό όνειρο
μια σκοτεινή παραλία
το ποίημα κατάστικτο από ενοχές
και με ακατάσχετη αιμορραγία
να έχει ξεχάσει πού είναι ο χώρος του
και να ’χει χάσει τον δρόμο.
Από την άμμο ξεπροβάλλουν μικρές δαγκάνες
καλά που φορώ μπότες
κατακαλόκαιρο έστω
κάνε μεγάλες δρασκελιές
ακούω τη φωνή μέσα μου,
ενώ το ποίημα, ζεστό και κόκκινο,
στάζει στα χέρια μου.
Το ηλιακό φαναράκι στη βεράντα άναψε
λικέρ μέντα με θρυμματισμένο πάγο.
Η ομίχλη σαν γείσο στην πόλη
θα ματαιωθούν οι πτήσεις, ανακοινώνεται,
και τώρα; πώς θα έρθουν τα αποδημητικά;
Εγγαστρίμυθοι τέττιγες
δώστε μου μια καλή ερμηνεία
γι’ αυτές τις απανωτές παρερμηνείες
που αποσυνθέτουν ασύστολα
την καθημερινότητά μου.
Κούλα Αδαλόγλου
Καλοκαίρι ώριμο σύκο
Καλοκαίρι καμπίσια καπνοθάλασσα να τσουρουφλίζει
Ολονυχτίς βατράχια να κοάζουν διψασμένα
Καλοκαίρι καινούργια πεδιλάκια από την πόλη τσιτάκι εμπριμέ
Κορδέλες ροζ σατέν σιρίτια στον ποδόγυρο μπορντούρα
Στην πρόβα να σου λέει η μοδίστρα -άμον τη Παναΐας το μάτες*-
Κι έμαθες να αγαπάς της Παναγιάς τα μάτια
Τα μάτια σου τα μάτια τα δικά του
Δεκαπενταύγουστος στο διπλανό χωριό το πανηγύρι
Φοράς το καινούριο φουστανάκι
Η προσμονή κουφέτο λιώνει στη γλώσσα
Να τον βρεις να μοιραστείς το όνειρο
Καλοκαίρι βουτάς στου καρπουζιού την υδρόγειο σφαίρα
Κηρήθρα χρυσοκόκκινη καις και δροσίζεις της καρδιάς τα φύλλα
Στα μαύρα στίγματα κρατάς κριμένη την γύρη
Καλοκαίρι ερωτευμένη ρόγα ροδίζεις πριν ραγίσεις
Καλοκαίρι ώριμο σύκο με το λευκό εκχύλισμα να γδέρνει
Καλοκαίρι ποιός να σε γεύεται χωρίς πληγές στο στόμα
Καλοκαίρι καθήλωση στο κλιματιστικό
Αναπολήσεις να φλέγονται τα κρύα χείλη
άμον τη Παναΐας το μάτες*= τα μάτια σου σαν της Παναγίας
Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη
Ηλία του προφήτου
Σαν τι έχει ο προφήτης
από τα επικείμενα να μας πει
καταμεσής του ήλιου
τα λόγια του θα πάρουν φωτιά
ένθεν κακείθεν θα καεί η φωνή
υπογραφή δυσανάγνωστη της αρμύρας
επί των τύπων των ήλων
το βεβαιούμενο καμένο θα παραδώσει στον αφρό
Μέχρι νεωτέρου χειμώνος λοιπόν το μέλλον
Μέχρι παρελθούσης ανοίξεως
το παρόν
Χριστίνα Καραντώνη
Καλοκαιρινοί μύθοι
Εκείνο το καλοκαίρι διάφοροι μύθοι τιτίβιζαν στα δέντρα.
Πως τάχα οι τοίχοι των σπιτιών ιδρώνουν
και μπορείς να μαζέψεις το αλάτι σε δοχεία
πως κοπάδια από μικρά πιρούνια
τρικυμίζουν τους ωκεανούς
και είναι επικίνδυνο να ταξιδεύει κάποιος με καράβι,
και πως ένα στρογγυλό νησί τ
σε βάζει σε κυκλική τροχιά
για να το εξερευνήσεις.
Όμως το σπίτι που μέναμε ήταν στεγνό
έτσι κι αλλιώς προτιμούσα τα φαγητά ανάλατα
η θάλασσα παρέμεινε ακύμαντη
ενώ τα ποταμόπλοια βούλιαζαν φορτωμένα ρύζι.
Όσο για το νησί,
σβούρα γύρναγε γύρω απ’ τον εαυτό του
ενώ εμείς μέναμε ακίνητοι στο κρεβάτι όλη μέρα.
Κάποιος πέτυχε όλους τους μύθους στην φτερούγα με σφενδόνα
και λαβωμένοι έπεσαν στο έδαφος.
Ένας όμως διασώθηκε για χρόνια.
Πρόσφατα μόνο σε άλμπουμ με παλιές φωτογραφίες
ανακάλυψα πως σε όλα τα τοπία εμφανίζομαι μονάχη.
Τελικά δεν πήγαμε ποτέ μαζί διακοπές.
Χλόη Κουτσουμπέλη
Τα καλοκαίρια κάποτε
Τότε που δεν χρειαζόντουσαν πολλά. Μόνο τα αναγκαία. Λίγα ρούχα, σεντόνια και πετσέτες, μια μπάλα που φούσκωνε και απογειωνόταν, μάσκα και βατραχοπέδιλα ο αδελφός μου, κουβαδάκι και τα σχετικά για μένα, τα απαραίτητα κατσαρολικά η μαμά. Απλά πράγματα. Και φυσικά να έχει πάρει ο πατέρας την άδειά του, Αύγουστο μήνα, ντάλα καλοκαίρι. Και να έχουν φροντίσει να καπαρώσουν (στο μιλητό) την παλιά αποθήκη, που πια χρησίμευε για θερινό κατάλυμα όλης της οικογένειας. Ψηλοτάβανη, μονόχωρη, με δυο παράθυρα μεγάλα, λίγο πιο κάτω από την οροφή. Ράντζα εκστρατείας (έτσι τα λέγαν τότε), τραπέζι και καρέκλες. Μαγείρεμα στην γκαζιέρα. Όλα αυτά, που μοιάζουν σαν να έχουν βγει από ταινία νεορεαλιστικού κινηματογράφου, ήταν το σκηνικό για το ποθητό μας καλοκαίρι.
Και ήταν απίθανα όμορφο. Γιατί μπορεί να μην είχε τίποτα από όλα αυτά που, αργότερα πολύ, θεωρήσαμε ανέσεις, αλλά είχε το μοναδικό προνόμιο να είναι πάνω στη θάλασσα. Κυριολεκτικά. Σε ποια θάλασσα; Στην καλύτερη τότε. Οι νεότεροι μάλλον δεν θα με εννοήσουν αλλά τότε, το 1961, το Μάλτεπε (έτσι το λέγαμε όλοι οι Θεσσαλονικείς, κατόπιν επικράτησε το ελληνικό Καλλιθέα), στη Χαλκιδική, ήταν ένας απέραντος παράδεισος μόνο με άμμο και θάλασσα.
Μετά άλλαξαν πολλά. Ο νεοπλουτισμός επέδραμε στις παραλίες, το Μάλτεπε κατακλύστηκε από ξενοδοχεία, η αποθήκη των παιδικών μου καλοκαιριών γκρεμίστηκε. Αλλά κι εμείς φύγαμε για την Αθήνα. Άλλα μέρη εκεί, άλλες θάλασσες, άλλες συνήθειες.
Άλλωστε μεγαλώναμε.
Διώνη Δημητριάδου,
Ο Βιωμένος Χρόνος – μικρές ιστορίες, ΑΩ εκδόσεις, 2017
Πρώτη αγάπη
Καλοκαίρι 1
Άννα. Ξανθά μαλλιά, μάτια πράσινα. Έκτη δημοτικού. Δεύτερο θρανίο στη σειρά των κοριτσιών. Εγώ τρίτο θρανίο στη σειρά των αγοριών. Τα όρια ανάμεσά μας στεγανά. Ανυποψίαστο ξεκίνημα, σκέφτομαι αργότερα, μιας έμφυλης διαμάχης που θα κρατήσει μια ζωή. Ο πόλεμος, ανθρωποφάγος, έχει ήδη αρχίσει: «Ήταν ένα μικρό καράβι», τραγουδάμε παράφωνα τα αγόρια. «Κι ύστερα ρίξανε τον κλήρο, να δούνε ποιος θα φαγωθεί. Κι ο κλήρος πέφτει στα κορίτσια, που ήταν σα, σα, σα σκουπόξυλα». «Σα πριγκίπισσες», ξελαρυγγιάζεστε εσείς, και πιάνετε το ίδιο τραγούδι, για να ρίξετε τον κλήρο σε εμάς, τα σκυλόψαρα. Άραγε έτσι βλέπεις κι εμένα; Ένα σκυλόψαρο ανάμεσα στα τόσα που σε περιβάλλουν;
ΑΝΝΑ. Το όνομά σου διαβάζεται κι ανάποδα, όπως οι επιγραφές που μάθαμε φέτος στην Ιστορία. Εγώ, τρίτο θρανίο στη σειρά των αγοριών, ακούραστα σε κοιτάζω, δεύτερο θρανίο στη σειρά των κοριτσιών, να τυλίγεις τα μαλλιά σου στον δεξιό σου δείκτη και να χαϊδεύεις με την άκρη τους, που περισσεύει, τα χείλη σου. Αυτά που κινούνται παράξενα, σαν τρικυμία λίγο πριν το ξέσπασμα. Όταν λυπάσαι. Ίσως κι όταν ονειρεύεσαι. Άννα, περιμένω το καλοκαίρι, πρώτη Ιουλίου, στα γενέθλιά σου, να σου χαρίσω τη μικρή γαλάζια βάρκα με το λευκό πανί που’ χαμε δει σε μια βιτρίνα και σου άρεσε. Δεκάρικο δεκάρικο μάζεψα τα χρήματα.
Χτες βράδυ είδα στον ύπνο μου ότι ταξίδευες σε ένα μικρό καράβι. Στα πλευρά του γραμμένη ως όνομα ολόκληρη η καρκινική επιγραφή. Νίψον ανομήματα. Μικρό ανόμημα νιώθω ότι διαπράττουν τα μάτια μου, καθώς σε παρατηρούν να τρέχεις γυμνή από την πλώρη στην πρύμνη, για να διαβάσεις τη φράση μια από την αρχή, μια από το τέλος. Ξαφνικά σηκώνεται θύελλα. Γλιστράς και πέφτεις στη θάλασσα. Γύρω σου, απειλητικά, δεκάδες ψάρια με κοφτερά δόντια. Εγώ, από την ακτή, φωνάζω το όνομά σου. Μια από την αρχή, μια από το τέλος. Ανοιγοκλείνω το στόμα. Βγαίνουν μόνο άναρθροι ήχοι.
Καλοκαίρι 2
Από τον Αύγουστο ξεκινά η προετοιμασία για τη Γ΄ Λυκείου. Οι διακοπές συρρικνώθηκαν σε έναν μήνα, κι αυτόν λειψό. Το Σάββατο, στα γενέθλιά σου, θα αρχίσει το μικρό μας καλοκαίρι. Θα πάμε για κάμπινγκ στην παραλία. Δέκα - δεκαπέντε συμμαθητές. Φυσικά θα είσαι κι εσύ. Όλη τη χρονιά καθόσουν δίπλα μου στο θρανίο. Κολλητοί. Κολλητά, σε μια φράση, προφέρουν και τα ονόματά μας. Ο-Στέλιος-κι-η-Άννα. Οι καλύτεροι φίλοι. Σε βοηθούσα στα αρχαία, με βοηθούσες στα μαθηματικά. Δεν ξέρεις τι θα κάνεις μετά το Λύκειο. Σιγά μην περάσω, λες, με τέτοιους βαθμούς. Ούτε θα παντρευτώ ποτέ. Δε θα φάω τη ζωή μου μ’ ένα σκουπόξυλο στο χέρι. Δε βαριέσαι, αλλού είναι η ζωή, συνεχίζεις. Χαϊδεύεις με την άκρη των μαλλιών τα τρικυμισμένα χείλη σου. Το Σάββατο θα σε ρωτήσω πού είναι η ζωή. Κι αν θέλεις να την ψάξουμε μαζί. Θα είναι υπέροχα το Σάββατο δίπλα στη θάλασσα. Έχω βρει κι ένα ποίημα που μιλά για σένα. Του Βρεττάκου είναι. Μακάρι να το είχα γράψει εγώ. Προς το παρόν αρκούμαι σε ξένους στίχους. Έχω τρεις κόσμους. Μια θάλασσα, έναν ουρανό κι έναν πράσινο κήπο: τα μάτια σου. Θα μπορούσα, αν τους διάβαινα και τους τρεις, να σας έλεγα πού φτάνει ο καθένας τους. Άννα, ανοίγονται μπροστά μου τόσες θάλασσες και τόσοι ουρανοί. Ούτε που με νοιάζει πού βγάζουν. Μου φτάνει να διαβώ έναν πράσινο κήπο.
Καλοκαίρι 3
Πρωτοετής στη Φιλοσοφική Θεσσαλονίκης. Εσύ έμεινες πίσω. Δεν θα ξαναδώσεις. Βρήκες δουλειά σε μια καφετέρια της γειτονιάς. Δε βαριέσαι, λες, όταν βρισκόμαστε το καλοκαίρι. Κάθομαι σ’ ένα τραπέζι και σε παρατηρώ. Σκουπίζεις προσεκτικά το πεζοδρόμιο. Δεν θα επιτρέψεις να σου ξεφύγει ούτε ένα σκουπιδάκι. Έχω αγοράσει ένα βιβλίο με ποιήματα. Θα στο χαρίσω στα γενέθλιά σου. Δος μου την τρικυμία στα χείλη σου. Βασανισμένη των αστερισμών, πώς να σου ειπώ για την αγάπη. Κι εγώ είμαι αυτό το πρόσωπο που συλλογίζεται και δεν κοιμάται, που δεν κουράζεται κι ολοένα σε κοιτάζει. Δανείζομαι ακόμη ξένες λέξεις για να μιλήσω για σένα.
Καλοκαίρι 4
Στο πατρικό. Ζεστή οσμή αρρώστιας και κλεισούρας. Μαζεύω τα πράγματά μου. Τίποτε δεν πετούσε η μάνα. Το σπίτι πάει για πώληση, κανείς δεν θέλει να μείνει εδώ. Βιβλία, παλιές φωτογραφίες, δίσκοι βινυλίου. Άλλα πάνε στη δεξιά κούτα, για πέταμα, άλλα στην αριστερή, που θα πάρω μαζί μου στην Αθήνα. Για μια στιγμή στέκομαι αναποφάσιστος. Δεν ξέρω σε ποια κούτα να ρίξω μια σκονισμένη βάρκα με σχισμένο πανί και μια ποιητική συλλογή. Τάκης Σινόπουλος, «Ποιήματα για την Άννα».
Σπύρος Κιοσσές
Άνοια
Η δροσιά του πρωινού; Οι παπαρούνες της πλαγιάς; Τα ίχνη των σαλιγκαριών; Η φωλιά της αλεπούς; Το πλάτωμα του δάσους; Οι πρασινισμένες αγριάδες; Ο μαλακός βλαστός των γαϊδουράγκαθων; Το αέρινο λίκνισμα των πλατανόδεντρων; Τα ξεχωμένα απ’ τη διάβρωση μακεδονικά αγγεία; Η μυρωδιά της ανοιξιάτικης βροχής; Πες μου, σε παρακαλώ, αν σου θυμίζουν κάτι.
Νεκροί μύκητες μανιταριών οι μνήμες μου. Μια παρατεταμένη ξηρασία ρηγματώνει το μυαλό μου. Τζούφιασαν οι φυλαγμένοι σπόροι μου, μαράθηκαν οι τελευταίες πασχαλιές μου. Αποσύρομαι ηττημένος, συγκατανεύοντας εξ ανάγκης στις νέες εξελίξεις. Μόνο όταν ακούω ότι ο καιρός θα είναι ξανά καλός και ότι αναμένονται υψηλές για την εποχή θερμοκρασίες νιώθω τους πιο παγωμένους Βαρδάρηδες να λυσσομανάνε στα καλά καθούμενα μες στο μυαλό μου – Ιούνη, Ιούλη μήνα.
Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης
Επιχείρηση Απόλλων
Απ’ όλα θα σου πω. Εκείνη την ταινία την είδαμε για πρώτη φορά πιτσιρίκια στο θερινό σινεμά –δυο δραχμές το εισιτήριο κι ένα σακουλάκι ποπκόρν με μια ΗΒΗ. Το ’68 θα ’τανε. Μετά, κάθε Ιούνιο την έδειχνε ανελλιπώς η κρατική τηλεόραση, λες και η προβολή της σήμαινε το κλείσιμο του σχολείου και την έναρξη των θερινών διακοπών. «Επιχείρηση Απόλλων» τη λέγανε, έγχρωμο κοσμοπολίτικο μιούζικαλ, κι εγώ ήμουν ερωτευμένη με τον κατάξανθο Γερμανό πρίγκιπα και κατέβαζα τα μάτια μη φανερωθεί στους άλλους ο πόθος μου, και ο αδελφός μου ο Αντρέας, τρία χρόνια μεγαλύτερος, έλιωνε σαν ξυλάκι παγωτό με την Ελληνίδα πρωταγωνίστρια που όταν τραγούδαγε όλο μελαχρινή χάρη μέσα σ’ εκείνο το πούλμαν, ανοιγόκλεινε σαν εγγαστρίμυθη το στόμα της γιατί άλλη ήταν που έλεγε το τραγούδι. Εμείς τότε ζούσαμε σ’ ένα νησί που ξένος δεν πάταγε το πόδι του, ήταν –βλέπεις- η φήμη που το συνόδευε από παλιά, εκεί το κράτος έστελνε εκτοπισμένους που μένανε στην άλλη άκρη του νησιού μέσα σε αντίσκηνα και –άκου πράγματα- ζωγραφίζανε αγίους δίχως φωτοστέφανο σ’ ένα παρακείμενο ξωκλήσι, και πιο παλιά ακόμα, το ’58 νομίζω, με διάταγμα του βασιλιά φτιάξανε κι ένα ψυχιατρικό ίδρυμα κρυμμένο ανάμεσα στους ευκάλυπτους σε μια παλιά στρατιωτική βάση πέρα από το λιμάνι, και οι γονείς μου που διατηρούσαν τότε το μοναδικό περίπτερο στο νησί, δεν με άφηναν να πλησιάσω, είναι επικίνδυνο λέγανε για ένα κορίτσι να συχνάζει κοντά σε κάτι άλλα «περίπτερα» που ήταν ριγμένοι στα αζήτητα οι άρρωστοι με τον αριθμό στο πέτο, κι ο αδερφός μου πήγαινε στα κρυφά τα βράδια με τους φίλους του, κάνανε τσιγάρο και άλλα ακατάλληλα για μας τα κορίτσια και καμιά φορά που ήταν πίσσα σκοτάδι τριγύρω φοράγανε κάτι λευκά σεντόνια, βγαίνανε στον δρόμο και παριστάνανε τα φαντάσματα, να τρομάξουνε όσους τυχαία περνούσαν, και που λες, ζηλεύαμε τα άλλα νησιά που είχαν τόσο κόσμο το καλοκαίρι, κι εμείς καταδικασμένοι να μένουμε χειμώνα καλοκαίρι στο Νησί των Αποβλήτων όπως λέγανε στην τηλεόραση, και ο πρίγκιπας εξακολουθούσε κάθε καλοκαίρι να πετά με το ελικόπτερό του σε όμορφα μέρη με όμορφους ανθρώπους που αμέριμνοι κολύμπαγαν στη θάλασσα και άλλοι λιάζονταν πάνω σε πλαστικά στρώματα θαλάσσης και άλλοι κάνανε σκι κι ήταν όλα τόσο μα τόσο μαγικά, χορεύοντας όλο χάρη με φόντο την Ακρόπολη, την Πλάκα, το Ναύπλιο και τ’ άλλα δημοφιλή αξιοθέατα, και περνούσανε τα χρόνια κι εγώ περίμενα να έρθει ο δικός μου πρίγκιπας με τη θαλαμηγό του να με κλέψει και να χαθούμε από τούτο το λερό μέρος, κι ο Αντρέας μας σαν μεγάλωσε έπιασε δουλειά στο ψυχιατρείο που σου ’λεγα και από τότε άλλαζε κι άλλαζε ώσπου δεν τον γνώριζα –κουβέντα δεν λέγαμε- και μια μέρα εκεί που βόλταρα άσκοπα στο λιμάνι, χειμώνα καιρό, ψιχάλιζε, γνώρισα τον Μιχάλη, έναν οδηγό νταλίκας, όμορφο παλικάρι δε λέω, είχα κι εγώ τον τρόπο μου, στα είκοσι πέντε θα ’μουνα, από μια παραθαλάσσια κωμόπολη της Κρήτης ήτανε το παλικάρι που σου ’λεγα, και σε δυο μήνες μέσα στεφανωθήκαμε και σε άλλους έξι γέννησα τον Θανάση, και το Μαριώ που λες με μια καλή προίκα βρέθηκε στο σούπερ SSS (sand, sea, sex) τουριστικό θέρετρο των Μαλίων –εκεί να δεις ντισκοτέκ και νυχτερινή ζωή και ξεσαλώματα από τους νεαρούς- να σερβίρει παγωμένους φραπέδες τους βόρειους που ξεροψήνονταν σαν τα κοτόπουλα ολημερίς στην κάψα του καλοκαιριού, πιότερο γυμνή κι από τους τσίτσιδους τεντιμπόηδες, κι ο Μιχάλης όλο έλειπε πότε από δω πότε από κει, κι όταν ερχόταν φούσκωνε την κοιλιά μου και ξανάφευγε, μέχρι που μια μέρα μάταια τον περίμενα, δεν ξανάρθε, το ’σκασε με μια Σουηδέζα κληρονόμο, λέει, αμύθητης περιουσίας που βρέθηκε για γαμπρό στην Κρήτη, κι είχε βαρεθεί μου έγραψε ύστερα από καιρό και τα παιδιά και τo νησί και το τιμόνι, να τον καταλάβω μου ζητούσε και να φερθώ λογικά, γιατί αλλιώς, μια κουζουλάδα την έχω όσο να ’ναι, έλεγε, τα γονίδια μάλλον από το Νησί των Αποβλήτων, και μια μέρα που λες γιατρέ μου, που το θερμόμετρο χτύπησε κόκκινο καρακόκκινο στην αμμουδερή παραλία, παρατάω και τους φραπέδες και τις ξαπλώστρες και τις ομπρέλες και το nightlife και τα πεθερικά που τα ξεσκάτιζα με τα ίδια μου τα χέρια, και όπου φύγει φύγει, και να ’μαι πάλι πίσω στο Νησί των Αποβλήτων, σαν την καλαμιά στον κάμπο, να ’χω παρέα τώρα στα εξηνταφεύγα μου κάτι ξεριζωμένες ψυχές που ολημερίς ρίχνουνε την πετονιά τους στο λιμάνι, τον χρόνο να ξεγελάνε που εξόκειλαν εδώ πέρα, και τα παιδιά μου από χρόνια μεγάλωσαν, ξεσκόλισαν, φύγανε για την πρωτεύουσα, και ο μεγάλος μου αδερφός κάπου ζορίστηκε με τα χρέη από τα δάνεια για τα ενοικιαζόμενα «Απόλλων» που στο μεταξύ πέτρα πέτρα έχτισε σκοτώνοντας το πατρικό περίπτερο –ολόκληρη επιχείρηση λέμε, μια μέρα τον πιάσανε στο λιμάνι ολόγυμνο μ’ ένα λευκό σεντόνι τυλιγμένο γύρω του κι ένα μαύρο πλακάτ στο χέρι, να βρίζει τις τράπεζες που όλα του τα φάγανε και του ’μεινε αμανάτι –τι να την κάνει ο καψερός- η λαμπερή επιγραφή «Επιχείρηση Απόλλων», και τώρα μέσα για μέσα στο ίδρυμα τον βάλανε και φάρμακα –δεν ξέρω τι- τον ποτίζουνε όλη την ώρα, και φέτος, που λες, ανοίγω μια μέρα την παλιά τιβούλα της μάνας μου που ’χω για συντροφιά τα βράδια και πέφτω πάνω στην ταινία που σου ’λεγα -και ο Γερμανός πρίγκιπας, ένα παράξενο πράγμα, αγέραστος βρε παιδί μου, κατάξανθος και ροδαλός, ύστερα από τόσα χρόνια κι ακόμα πετάει με το ελικόπτερό του σε όμορφα μέρη με όμορφους ανθρώπους που αμέριμνοι κολυμπούν στη θάλασσα και άλλοι λιάζονται πάνω σε πλαστικά στρώματα θαλάσσης και άλλοι κάνουνε σκι κι είναι όλα τόσο μα τόσο μαγικά, και τότε ο πρίγκιπας προσγειώνεται στην κάμαρά μου γελώντας μαζί μου ξεδιάντροπα, και τότε η δικιά σου λέω ώς εδώ και μη παρέκει, σηκώνομαι με δυσκολία από τον καναπέ, κάνω μια, βάζω το χέρι μέσα στην οθόνη, πιάνω τον πρίγκιπα από τον λαιμό, χώνω τα δάχτυλα στα ξανθά μαλλιά του, τον στριφογυρίζω καλά καλά στον αέρα και τον πετάω πλαφ μέσα στη λεκάνη, τραβάω το καζανάκι κι ησυχάζω.
Γιατρέ, θα με κρατήσετε ακόμα για πολύ εδώ μέσα;
Δημήτρης Χριστόπουλος