Καλοκαίρι είναι ...
[ Κώστας Καναβούρης / Ελλάδα / 31.07.17 ]Σκέφτομαι καμιά φορά ότι το καλοκαίρι δεν είναι τίποτα άλλο παρά η διαχείριση του απέραντου και της αφθονίας. Μια τέχνη υψηλής ποιότητας, πάει να πει υψηλής ανθρωπιάς, που την μαθαίνεις μονάχα όταν έχεις κατοικήσει στην πελώρια χώρα του «για πάντα» (που είναι κι αυτό ένα είδος αφθονίας και μάλιστα άχραντης). Και, βέβαια, η χώρα του «για πάντα» είναι η χώρα της παιδικότητας όπου όλα μοιάζουν να μην τελειώνουν ποτέ και πουθενά. Μια χώρα όπου, αν είσαι τυχερός, μαθητεύεις και εθίζεσαι στο αχανές για να μπορέσεις να το αντέξεις, να το ζήσεις τόσο πολύ, τόσο «για πάντα», είτε για μια στιγμή, είτε για μια ολόκληρη ζωή, ώστε το αχανές να γίνεται μια δαπάνη του ασπατάλητου, έτσι που διαρκώς να σου περισσεύει για να μπορείς να την προσφέρεις.
Γιατί το καλοκαίρι ξοδεύται γρήγορα αν δεν προσφέρεις το αχανές και το απέραντο. Αν δεν προσφέρεις την αφθονία και την απεραντοσύνη της ύπαρξης. Αυτή είναι η διαχείριση του άφθονου και άχραντου που σου μαθαίνει το καλοκαίρι. Κι αλοίμονο αν όλη αυτή η αίσθηση μιας ατελεύτητης πατρίδας που περιλαμβάνει όλες τις ηλικίες, ακόμα και τις μετά θάνατον ηλικίες, αφού αν πιστέψουμε τον Νίτσε (και προσωπικά τον πιστεύω), «μερικοί άνθρωποι γεννιούνται μετά θάνατον», αλοίμονο αν όλη αυτή η αίσθηση αντί να σου μάθει το προσφέρεσθαι, σου μάθει το στρεβλό – γιατί είναι μάταιο - συμπέρασμα της φιλαργυρίας. Το καλοκαίρι, την ίδια την ζωή, δεν την αποκτάς με αργύρια και πολλύ περισσότερο με τα αργύρια της προδοσίας. Με τέτοιο κίβδηλο «χρήμα» δεν αγοράζεις τίποτα από όσα πραγματικά έχει ανάγκη ο άνθρωπος. Κι έτσι το μόνο που μπορείς να «αγοράσεις» είναι η σπατάλη. Η σπαταλημένη ζωή, η μη αντιστρέψιμη καταστροφή ενός εαυτού που έμεινε αδαπάνητος.
Και προσπάθησε να ξεγελάσει αυτό το αχανές καλοκαίρι που ονομάζεται ζωή, με «ξυπόλητα Σαββατοκύριακα» και φαιδρότατες, σε βαθμό αθλιότητας, γυμνοπαιδιές. Με την κραυγάζουσα παράκρουση ενός φόβου απολύτως χυδαίου αφού δεν «είναι ο φόβος που μας ενώνει με τους άλλους» και λέγεται αγάπη όπως το έθεσε ο Μανώλης Αναγνωστάκης, αλλά είναι ο φιλάργυρος φόβος που τον είπαν χαρά μέσα στις εκκλησίες της αγοράς και τον ευλόγησαν, νομίζοντας ότι έτσι μπορούν να τον εξημερώσουν να τον κάνουν κατοικίδιο περιφέροντάς τον από το λουρί σαν χαρά, σαν ευτυχία ράτσας. Που, μάλιστα, όποτε θέλεις μπορείς να την διασταυρώσεις με ίδιες χαρές από το ίδιο σύμφυρμα ματαιότητας, ώστε να έχεις πάντοτε χαρές καθαρόαιμης φιλαργυρίας.
Δεν είναι αυτό το καλοκαίρι. Δεν είναι αυτός ο ήχος της χαράς του, γιατί η φιλάργυρη «χαρά» που υπάρχει μονάχα όταν κουδουνίζει τα βραχιόλια της, δεν περιλαμβάνει το σιωπηλό, το άφατο, το ανεκλάλητο. Όλα εκείνα, δηλαδή, που μεγαλώνουν το αχανές και το πλάθουν σε σχήμα καλοκαιριού για να μπορούν να το μοιράσουν. Τι να το κάνεις, άλλωστε, ένα καλοκαίρι χωρίς την αλμύρα των δακρύων του. Ένα καλοκαίρι που χωρίς το καλειδοσκοπικό δάκρυ της θνητότητας δεν είναι όνειρο πλάι στο κύμα, παρά ένα τυχαίο ενάλιο συμβάν. Τι να το κάνεις το πελώριο φως του μεσημεριού αν δεν μπορείς να διακρίνεις την ακρούλα από το μαντήλι του πένθους καθώς σελαγίζει τα τζιτζίκια στο στερέωμα.
Τι να τις κάνεις τις οπωροφόρες νύχτες του καλοκαιριού αν δεν μπορείς να ακούσεις την ωραιότητα να αναβλύζει από το ήσυχο τραγούδι εκείνων που έδωσαν την ζωή τους, αυτό το απόλυτο χρήμα, για να «αγοράσουν» για όλους έστω και μια μόνο τέτοια νύχτα. Το τραγούδι εκείνων που τώρα, μια τέτοια νύχτα, κάπου στον κόσμο ετοιμάζονται, «σαν που αξιώθηκαν» ένα τέτοιο κόσμο, να δαπανηθούν για να παραμείνει μέγας αυτός ο κόσμος ο μικρός. Ο μόνος κόσμος που έχουμε, το μόνο καλοκαίρι «με την φλούδα στης κουζίνας το μαχαίρι». Δηλαδή και με την απειλή του αίματος. Μια για πάντα.