Κάλαντα στο αφάλι του καλοκαιριού

[ Δημήτρης Χριστόπουλος / Ελλάδα / 27.07.21 ]

Αυτά είναι τα δικά μου, του είπε. Αυτά είναι τα δικά μου, της είπε. Τα υπόλοιπα τα έβαλαν σε σακούλες και τα πέταξαν στον πράσινο κάδο της Ιπποκράτους. Μέρα ζεστή του Ιουλίου. Στο τέλος, κάθιδρος κατέβασε το χριστουγεννιάτικο δέντρο με τις γυάλινες μπάλες, τα φωτάκια και τις γιρλάντες. Το λυπήθηκε και το άφησε συντροφιά των υπόλοιπων απορριμμάτων της ζωής τους. Σουρουπώνοντας βγήκαν στο στενό μπαλκόνι. Κάθισαν κατάχαμα στο μωσαϊκό για να δροσιστούν. Τα πόδια τους κρέμονταν από τα κάγκελα. Εκείνη σε μια στιγμή σηκώθηκε, άνοιξε το ψυγείο -άδειο- και γέμισε δυο πλαστικά ποτήρια με την ξεθυμασμένη κόκα-κόλα. Αυτό είναι το δίκιο, του είπε. Μια παρέα νεαρών έσπασε ανάρμοστα την ησυχία της νύχτας, όταν αναποδογύρισαν καταμεσής του δρόμου τον κάδο, να τον κάνουν, λέει, πύρινο οδόφραγμα με μια μολότοφ. Το χριστουγεννιάτικο δέντρο, λες και ρίζωσε στην άσφαλτο, αντιστεκόταν σθεναρά στις διαθέσεις των αντιεξουσιαστών. Μαχαίρια, λοστάρια, ξιφολόγχες, πριόνια, σπαθιά βγήκαν. Ματαίως. Τους είδαν από το μπαλκόνι της γκαρσονιέρας. Ακολούθησε συμπλοκή αιματηρή. Οι γιρλάντες δέθηκαν κόμπος στον λαιμό, τα φωτάκια πήραν τη θέση των ματιών, οι μπάλες έγιναν οβίδες και τους χτύπησαν κατά μέτωπο. Οι χιονονιφάδες τούς έντυσαν στα λευκά. Οι ταραξίες κήρυξαν ανακωχή και το έβαλαν στα πόδια, προτού επιχειρήσουν οι ένστολοι της Καλλιδρομίου. Ο κάδος κάπνιζε με ό,τι απόμεινε. Η εξουσία της αγάπης νίκησε για άλλη μια φορά, της είπε γελώντας. Πήραν το χριστουγεννιάτικο δέντρο και στόλισαν το μπαλκόνι τους. Τα σώματα ξύπνησαν αγκαλιασμένα πάνω στο μωσαϊκό με το πρώτο φως της μέρας. Να σ’ τα πω, του είπε. Να τα πεις, της είπε.