Ιχθυόσκαλα Κερατσινίου

[ Δημήτρης Χριστόπουλος / Ελλάδα / 12.05.19 ]

Τὴν ὥρα ποὺ ἔφευγε τὸ τελευταῖο φῶς τῆς μέρας καὶ οἱ σκιὲς μακραῖναν, μ᾿ ἕνα σάλτο πήδησε καὶ τὸ δικό μας τὸ μυαλὸ ἐποχὲς καὶ ἀποστάσεις καὶ στρώσαμε κουβέντα. Τότε, ἀμούστακοι πιτσιρικάδες, μ᾿ ἕνα ἥμερο μεθύσι νὰ κυλάει στὶς φλέβες μας, κατεβαίναμε στὸ λιμανάκι τὶς νύχτες μὲ φεγγαράδα, μαζεύαμε τὰ σαπιόξυλα καὶ τὰ κάναμε καράβια, λύναμε τοὺς κάβους ποὺ μᾶς δένανε μὲ τὴ στεριὰ καί ἀσάλευτοι στὴν ἀμμουδιά ταξιδεύαμε στὶς θάλασσες τοῦ κόσμου. Stand by me τραγουδούσαμε ὅλη τὴν ὥρα μ᾿ ἕνα ζευγάρι κιάλια στὰ μάτια, κειμήλιο τοῦ πατέρα του ἀπὸ τὴν Ἀμβέρσα, καὶ γράφαμε σ᾿ ἕνα τετράδιο μὲ ἀλφαβητικὴ σειρὰ τὰ παράξενα ὀνόματα ποὺ ἦταν γραμμένα στὶς παρειὲς τῶν καραβιῶν, στὴ μάσκα, ὅπως λέγανε οἱ παλιοὶ ναυτικοὶ ποὺ ἀράζανε στὰ καφενεῖα παίζοντας πρέφα καὶ κολτσίνα μέχρι νὰ νυχτώσει. ‟Ciment Star”, ‟Elephant”, ‟Guilty”, ‟Honest Rays”, ‟Pilot 10”, ‟Trifonius”, ‟Theia Chryssoula”…
(…)
Ἡ θάλασσα δὲν μᾶς ἄλλαξε τὴ ζωὴ τελικά. Μόνο ἀλλόκοτα ὀνόματα καραβιῶν στοιχειώνουν τὶς ζωές μας. Θά ᾿ρθει ὁ ἥλιος! λέγαμε κάποτε σ᾿ ἐκεῖνο τὸ κέντρο στὴν ἀκρογιαλιά, ποῦ θὰ πάει… ἦρθε, μᾶς μέθυσε, μᾶς τρέλανε κι ὕστερα σκοτείνιασε γιὰ τὰ καλά· οὔτε νταούλια οὔτε ζουρνάδες. Λιμάρικα ἤπιαμε τὸ νερὸ τοῦ μέλλοντός μας, καὶ τώρα, στὸν ἄνυδρο καιρό, δὲν ἀπόμεινε οὔτε μιὰ στάλα νὰ ξεδιψάσουμε τὴν ἐλπίδα.

- "Ὅλα καλά" [φωτό: Δ.Χ., 11/5/19, Ιχθυόσκαλα Κερατσινίου]