Ιούλιος Βερν: το έργο και τα μηνύματα ενός οραματιστή

[ Νίκος Πράντζος / Κόσμος / 24.05.19 ]

Γεννημένος το 1828, ο Ιουλιος Βερν πέρασε τα παιδικά του χρόνια ονειρευόμενος ταξίδια μακρινά, καθώς έβλεπε τα ιστιοφόρα να πηγαινοέρχονται στο λιμάνι της Νάντης. Στα έντεκα χρόνια του μπαρκάρησε σε ένα καράβι για τις Ινδίες, αλλά ο πατέρας του τον πρόλαβε πριν το σκάφος ξανοιχτεί στον ωκεανό. Μέτριος μαθητής, σπούδασε νομικά στη Νάντη και το Παρίσι, αλλά σύντομα ανακάλυψε την έλξη του για τη λογοτεχνία και το θέατρο. Στα είκοσι δύο του ανέβασε το πρώτο θεατρικό του έργο, αλλά η ενασχόληση αυτή του απέφερε ελάχιστα και δεν του επέτρεπε να ζήσει χωρίς την οικονομική ενίσχυση του πατέρα του.

Σημαντικό ρόλο στην πορεία του Βερν έπαιξε η γνωριμία του με τον εξερευνητή Ζακ Αραγκό, καθώς και με το έργο του μεγάλου αμερικανού συγγραφέα Έντγκαρ Άλλαν Πόε. Ο Αραγκό, παρότι τυφλός, ταξίδευε σε μακρυνά μέρη και δημοσίευε συναρπαστικά κείμενα των περιηγήσεών του, με ιδιαίτερη έμφαση στα γεωγραφικά στοιχεία. Στο έργο του Πόε, ο Βερν θαυμάζει τη δεξιοτεχνία της πλοκής και την ατμόσφαιρα μυστηρίου και φαντασίας που το διατρέχει. Είναι ο μόνος συγγραφέας για τον οποίο ο Βερν θα δημοσιεύσει μια λογοτεχνική ανάλυση, ενώ στο διήγημα του Η Σφίγγα των πάγων (1895) θα φανταστεί και μια λογική συνέχεια στη μυστηριώδη κατάληξη του μοναδικού μυθιστορήματος που έγραψε ο Πόε, Οι περιπέτειες του Αρθουρ Γκόρντον Πυμ.

Προς το παρόν - βρισκόμαστε σις αρχές της δεκαετίας του 1860 - ο Βερν γράφει το πρώτο του μυθιστόρημα, με τον προσωρινό τίτλο Ένα ταξίδι στον αέρα, επηρεασμένος κι από τις διηγήσεις του φίλου του φωτογράφου Ναντάρ (ψευδώνυμο του Φελιξ Τουρνασσόν) που ήταν ο πρώτος που πήρε αεροφωτογραφίες από αερόστατο. Το φθινόπωρο του 1862, το υποβάλλει στον εκδότη Πιερ Ζυλ Ετζέλ (Pierre-Jules Hetzel), στον οποίο τον παρουσίασε ο γιός του Αλέξανδρου Δουμά που ήταν κοινός τους φίλος. Η συνάντηση Βερν και Ετζέλ αποδείχτηκε καταλυτική και για τους δύο. Εξαιτίας των δημοκρατικών του φρονημάτων ο Ετζέλ είχε εξοριστεί στις Βρυξέλλες, όπου είχε δημοσιεύσει δυο εμπρηστικά κείμενα του Βίκτωρα Ουγκώ κατά του μοναρχικού καθεστώτος του Ναπολέοντα του 3ου.

Επιστρέφοντας στο Παρίσι με την αμνηστία του 1860, συνεργάστηκε στην ίδρυση του Ομίλου για την Εκπαίδευση και την Ψυχαγωγία. Πίστευε ότι η υπόθεση της δημοκρατίας θα μπορούσε να προωθηθεί και μέσα απο την επιμόρφωση της νεολαίας (το άνοιγμα των οριζόντων της στις επιστημονικές ανακαλύψεις της εποχής), για να την αποσπάσει απο την αποπνικτικά αυστηρή εκπαίδευση της Καθολικής εκκλησίας που υποστήριζε τους φιλομοναρχικούς. Ο Ετζέλ αντιλαμβάνεται το ρόλο που θα μπορούσε να παίξει ο Βερν στην υπόθεση αυτή. Εκδίδει αμέσως το βιβλίο του, με τον τίτλο Πέντε εβδομάδες με αερόστατο και του προτείνει δεκάχρονο συμβόλαιο, με την υποχρέωση να παραδίδει δυο μυθιστορήματα το χρόνο. Ο Βερν το αποδέχεται και η συνεργασία του με τον εκδοτικό οίκο του Ετζέλ θα κρατήσει σαράντα χρόνια. Ηταν μια σχέση εποικοδομητική αλλά και συγκρουσιακή, γιατί ο Ετζέλ -που ήταν δεκαέξι χρόνια μεγαλύτερος απο τον Βερν - είχε λόγο σε όλα: τον τίτλο, την υπόθεση, τους χαρακτήρες και το τελείωμα του έργου. Ήδη με το ξεκίνημα της συνεργασίας τους, απορρίπτει το τρίτο χειρόγραφο που του προτείνει ο Βερν, με εκφράσεις ιδιαίτερα σκληρές: «Έχετε βουτήξει στη μετριότητα με αυτό το κείμενο, δεν υπάρχει αληθινή πρωτοτυπία, δεν υπάρχει απλότητα ούτε πνεύμα, τίποτα που να κρατήσει το βιβλίο έστω και έξι μήνες στα βιβλιοπωλεία, [...], είναι εντελώς αποτυχημένο».

Είναι αλήθεια ότι στο Παρίσι, στον 20ο αιώνα, ο Βερν εμφανίζεται απρόσμενα απαισιόδοξος όσον αφορά το μέλλον μιας τεχνολογικά εξελιγμένης κοινωνίας. Πως θα μπορούσε ο Ετζέλ να δεχτεί μια τέτοια άποψη; Το κείμενο του Βερν θα παραμείνει στο συρτάρι του για πάνω από εκατό χρόνια, για να ανακαλυφθεί το 1989 απο τον δισέγγονό του και να εκδοθεί επιτέλους το 1994, όπως θα δούμε προς το τέλος αυτού του σημειώματος. Στους έξι πρώτους τόμους που δημοσιεύει ο Βερν, εξερευνά τους έξι κύριους «άξονες» του σύμπαντός του: τον αέρα στο Πέντε εβδομάδες με αερόστατο (1862), τους πόλους της Γης στις Περιπέτειες του πλοιάρχου Χατεράς (1863), το εσωτερικό της Γης στο Ταξίδι στο κέντρο της Γης (1864), το ταξίδι στη Σελήνη στο Από τη Γη στη Σελήνη (1865), το γύρο του κόσμου στα Παιδιά του πλοιάρχου Γκραντ (1865 με 1867), τη θάλασσα με το 20 000 λεύγες κάτω απο τις θάλασσες (1866 με 1869).

Στο Πέντε εβδομάδες με αερόστατο, ο δόκτωρ Φέργκιουσον με τον φίλο του Κέννεντυ και τον υπηρέτη του Τζόε διασχίζουν την Αφρική απο τα ανατολικά στα δυτικά με ένα αερόστατο φουσκωμένο με υδρογόνο, του οποίου το ύψος ρυθμίζεται με ένα πρωτοποριακό σύστημα θέρμανσης, τροφοδοτούμενο με ηλεκτρικές μπαταρίες. Ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία να μάθει σχεδόν ότι ήταν γνωστό την εποχή εκείνη για την γεωγραφία, την πανίδα και τη χλωρίδα της Αφρικής, για την ιστορία των εξερευνήσεων της Μαύρης Ηπείρου και την αναζήτηση των πηγών του Νείλου, και παίρνει ένα καλό μάθημα αεροπλοήγησης. Στις Περιπέτειες του πλοιάρχου Χατεράς, ο ομώνυμος ήρωας φιλοδοξεί να είναι ο πρώτος που θα φτάσει στο Βόρειο πόλο, προς δόξα της πατρίδας του της Βρετανίας. Εγκαταλειμένος απο το πλήρωμά του, αγωνίζεται να επιβιώσει με τους λίγους πιστούς που τον ακολουθούν μέσα στα χιόνια, τους πάγους και το κρύο. Ο Βερν φανταζόταν τον ήρωά του να πεθαίνει μέσα σε ένα ηφαίστειο, αλλά ο Ετζέλ τον προτίμησε τελικά ζωντανό και τρελαμένο να επιστρέφει στην Αγγλία. Με παραστατικό τρόπο περιγράφονται οι δραματικές προσπάθειες εξερεύνησης των αρκτικών περιοχών της Γης, που ήταν τότε εντελώς άγνωστες πάνω απο τον 80ο παράλληλο.

Στο Ταξίδι στο κέντρο της Γης, ο καθηγητής Λίντεμπροκ αποκρυπτογραφεί ένα παλιό κείμενο που αναφέρεται στην ύπαρξη ενός περάσματος στο εσωτερικό της Γης, μέσα απο το σβησμένο ηφαίστειο Σνέφφελς στην Ισλανδία. Με τον ανηψιό του Άξελ και τον οδηγό τους Χανς εισδύουν στα έγκατα της Γης, ανακαλύπτουν ένα απίστευτο κόσμο με άγνωστη χλωρίδα και πανίδα και ταξιδεύουν με τη σχεδία τους σε μιά υπόγεια θάλασσα, κινδυνεύοντας απο προϊστορικά τέρατα. Καθώς φτάνουν στις πύλες της κόλασης, στο διάπυρο μάγμα που βρίσκεται κάτω απο το στερεό φλοιό της Γης, η έκρηξη του ηφαιστείου Στρόμπολι στη Σικελία παρασύρει τη σχεδία τους προς την επιφάνεια. Με αυτό το ελάχιστα πειστικό εύρημα, επιστρέφουν σώοι και αβλαβείς στην πολιτισμένο κόσμο για να διηγηθούν τις περιπέτειές τους.

Στο Από τη Γη στη Σελήνη, τα μέλη του Πυροβολικού συλλόγου της Βαλτιμόρης αποφασίζουν να αξιοποιήσουν τις τεχνικές τους γνώσεις - αποκτημένες στη διάρκεια του αμερικανικού εμφυλίου πολέμου - στέλνοντας ένα βλήμα στην επιφάνεια της Σελήνης, σε απόσταση 380 000 χλμ. απο τη Γη. Ένας παράτολμος Γάλλος, ο Μισέλ Αρντάν (αναγραμματισμός του Ναντάρ) προτείνει να μπει στο βλήμα παίρνοντας μαζί του τον πρόεδρο του συλλόγου Μπαρμπικαν και τον αντιπρόεδρο Νίκολ για να δουν από κοντά το δορυφόρο της Γης και να εξακριβώσουν αν πράγματι κατοικείται. Το βλήμα εκτοξεύεται με επιτυχία από ένα τεράστιο κανόνι μήκους 300 μέτρων, την Κολομβιάδα, που κατασκευάζεται στη Φλόριδα (απ' όπου εκτοξεύτηκαν και οι αμερικανοί αστροναύτες του προγράμματος Απόλλων για τη Σελήνη). Ωστόσο, καμία επικοινωνία δεν υπάρχει ανάμεσα στη Γη και τους διαστημοναύτες του Βερν, των οποίων η τύχη αγνοείται. Στο δεύτερο τόμο (Γύρω απο τη Σελήνη, 1869) ο αναγνώστης μαθαίνει από πρώτο χέρι τη ζωή των ηρώων μέσα στο κατάλληλα διαρρυθμισμένο εσωτερικό του βλήματος και παίρνει μερικά υψηλού επιπέδου μαθήματα φυσικής, κοσμογραφίας και Σεληνογραφίας. Ο Βερν δεν παίρνει θέση για το αν υπάρχουν Σεληνίτες και καταφέρνει να φέρει πίσω τους τρεις φίλους στη Γη, κάτι που δεν προβλέπονταν αρχικά.

Στα Παιδιά του πλοιάρχου Γκραντ, ο λόρδος Γκλέναρβαν και το πλήρωμα του ιστιοφόρου του βρίσκουν στο στομάχι ενός καρχαρία μια μποτίλια με το μισοσβησμένο μήνυμα του πλοιάρχου Γκραντ, όπου η μόνη ξεκάθαρη πληροφορία είναι οτι έχει ναυαγήσει με τους συντρόφους του κάπου στις 37 μοίρες νότιου γεωγραφικού πλάτους και περιμένουν απελπισμένοι βοήθεια. Ο Γκλέναρβαν και οι φίλοι του παίρνουν μαζί τους τα παιδιά του Γκράντ, τη Μαίρη και το Ρόμπερτ, καθώς και το γάλλο γεωγράφο Παγκανέλ και αρχίζουν μια τρελλή κουρσα γύρω απο τον 37ο νότιο παράλληλο. Μέσα από απίστευτες περιπέτειες με τα στοιχεία της φύσης και τους ανθρώπους, διασχίζουν διαδοχικά τη Νότια Αμερική, την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία, όπου αιχμαλωτίζονται και στη συνέχεια δραπετεύουν από τους κανίβαλους Μαορί, για να βρούν τελικά τον Γκραντ σε ένα μικρό, άγνωστο νησί του Ειρηνικού. Στην πορεία, ο αναγνώστης μαθαίνει απο το στόμα του Παγκανέλ ολόκληρη την ιστορία των εξερευνήσεων του νότιου Ειρηνικού απο τον πλοίαρχο Κούκ και τους άλλους μεγάλους θαλασσοπόρους του 18ου αιώνα.

Στο 20.000 λεύγες κάτω απο τις θάλασσες πρωταγωνιστεί ο εμβληματικότερος ήρωας του Βερν, ο πλοίαρχος Νέμο, και το γνωστότερο απο τα μηχανήματα που επινόησε ο συγγραφέας, το υποβρύχιο Ναυτίλος. Καθώς το πλοίο τους βουλιάζει από την επίθεση του Ναυτίλου, ο γάλλος καθηγητής Αρονάξ, ο υπηρέτης του Σύμβουλος και ο καναδός φαλαινοθήρας Νεντ Λαντ αιχμαλωτίζονται απο τους ανθρώπους του Νέμο και υποχρεώνονται να τον ακολουθήσουν στον περίπλου του γύρω από τον κόσμο. Από τη «χρυσή φυλακή» τους μέσα στο εκπληκτικό μηχάνημα που κινείται με ηλεκτρισμό, οι τρεις αιχμάλωτοι παρακολουθούν έκθαμβοι εικόνες απο τον υποβρύχιο κόσμο, παλεύουν με γιγάντια καλαμάρια των βυθών, αλλά και ανακαλύπτουν την ανεξήγητα εγκληματική σκληρότητα του Νέμο για τα πληρώματα των πολεμικών πλοίων που βυθίζει με το Ναυτίλο. Ο μυστηριώδης πλοίαρχος, που το όνομα του σημαίνει «κανένας» στα λατινικά (φόρος τιμής του Βερν στον Ομηρικό Οδυσσέα) θα μπορούσε σήμερα να χαρακτηριστεί αναρχικός ή τρομοκράτης, κάτι που δημιούργησε σφοδρή σύγκρουση ανάμεσα στο Βερν και τον Ετζέλ. Η ιστορία του γίνεται κατανοητή μόνο στο τέλος ενός άλλου κορυφαίου μυθιστορήματος του Βερν με τίτλο Το μυστηριώδες νησί.

Ο Βερν θα γράψει συνολικά κάπου ογδόντα μυθιστορήματα και μια εικοσαριά νουβέλες. Η συντριπτική πλειοψηφία των μυθιστορημάτων ανήκει στον κύκλο των «Θαυμαστών ταξιδιών» (Voyages Extraordinaires) και πραγματεύεται, σε διάφορες παραλλαγές, τα θέματα στα οποία αναφερθήκαμε πιο πάνω. Μια δεκαριά απο τα έργα της ύστερης περιόδου, πολλά από τα οποία εκδόθηκαν μετά το θάνατο του Βερν στα 1905, έχουν γραφτεί (ή ξαναγραφτεί, με βάση τις σημειώσεις του συγγραφέα) από το μοναδικό γιο του, τον Μισέλ Βερν. Ο Βερν είναι γνήσιο τέκνο της επιστημονικής και τεχνολογικής επανάστασης που έφερε ο 19ος αιώνας. Στο χώρο της φυσικής η επιστημονική πρόοδος χαρακτηρίζεται απο την ανάπτυξη της θερμοδυναμικής, της επιστήμης που μελετά τις μετατροπές των διαφόρων μορφών ενέργειας (θερμότητας, φωτός, δυναμικής και κινητικής ενέργειας) απο τους Καρνό, Τζάουλ, Μέγιερ, κλπ., καθώς και απο την ανάπτυξη της ηλεκρομαγνητικής θεωρίας απο τους Φαρανταίυ και Μάξγουελ. Στο χώρο της τεχνολογίας έχουμε την ανάπτυξη των ατμομηχανών, την επινόηση των μηχανών εσωτερικής καύσης, τον μετασχηματιστή και τη γεννήτρια, τον ηλεκτρικό λαμπτήρα απο τον Τόμας Έντισον, το τηλέφωνο από τον Αλέξανδρο Γκράχαμ Μπελ, κλπ. 

Παράλληλα, η βιομηχανική επανάσταση φέρνει την ανάπτυξη της αστικής τάξης και δημιουργεί έτσι ένα κοινό με ανεβασμένο μορφωτικό επίπεδο που διψάει να μάθει για τις επιστημονικές και τεχνολογικές εξελίξεις της εποχής μέσα απο εκλαϊκευτικά έντυπα. Ο Βερν είναι «ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη εποχή». Δεν είναι ο μόνος που ασχολείται με τα θέματα αυτά, έχει όμως σημαντικά ατού. Χωρίς να έχει ιδιαίτερη επιστημονική κατάρτιση, φροντίζει να έχει πάντα την κάλυψη ειδικών και εμπειρογνωμόνων για τα επιστημονικά και τεχνικά θέματα που πραγματεύεται. Ο αδελφός του, Πωλ Βερν, αξιωματικός του Ναυτικού, τον συμβουλεύει για οτιδήποτε σχετίζεται με πλοία και υποβρύχια, ιδιαίτερα για το Ναυτίλο. Ο εξάδελφος του Ανρύ Γκαρσέ, καθηγητής μαθηματικών, τον βοηθά στα μαθηματικά και την αστρονομία των δυο μυθιστορημάτων για τη Σελήνη. Ο μηχανικός Αλμπέρ Μπαντουρώ, της Πολυτεχνικής σχολής, καταστρώνει και λύνει τις περίπλοκες εξισώσεις που περιγράφουν την μετατόπιση του άξονα περιστροφής της Γης, του τιτάνιου έργου που αναλαμβάνουν τα μέλη του Πυροβολικού συλλόγου της Βαλτιμόρης είκοσι χρόνια μετά την επιστροφή του βλήματος από τη Σελήνη, στο έργο Άνω Κάτω (1888). Έχοντας εξασφαλίσει σε μεγάλο βαθμό την επιστημονική κάλυψη των έργων του (αν και όχι απόλυτα: αρκετά λάθη έχουν βρεθεί σε διάφορα βιβλία του), ο Βερν αφήνει ελεύθερη τη φαντασία του να επινοήσει μερικές απο τις γνωστότερες μηχανικές κατασκευές της λογοτεχνίας: το Ναυτίλο του πλοιάρχου Νέμο πρώτα απο όλα, αλλά και το υποβρύχιο Τούγκ του πειρατή Κερ Καράτζ στο μυθιστόρημα Μπροστά στη σημαία (1894), το ελικόπτερο Άλμπατρος του Ροβήρου του κατακτητή στο ομώνυμο μυθιστόρημα (1885), το αυτοκίνητο- υποβρύχιο-αεροπλάνο Τρόμος, με το οποίο ο τρελαμένος Ροβήρος επανέρχεται στον Κυρίαρχο του κόσμου (1902), τον ατμοκίνητο σιδερένιο ελέφαντα με τον οποίο ο συνταγματάρχης Μούνρο και οι φίλοι του ταξιδεύουν στην Ινδία στο Ατμοκίνητο σπίτι (1879), το μηχανοκίνητο Ελικοφόρο νησί (1893) κλπ. Στα αντίστοιχα μυθιστορήματα, ο Βερν παρουσιάζει με γλαφυρό τρόπο μερικές από τις σημαντικότερες τεχνολογικές διαμάχες της εποχής: τη διαμάχη που αφορούσε την κατάκτηση του διαστήματος, ανάμεσα στους οπαδούς του βλήματος και σε αυτούς του πυραύλου, και τη διαμάχη σχετικά με την κατάκτηση του αέρα, ανάμεσα στους οπαδούς του ελαφρότερου απο τον αέρα μέσου (αερόστατο, αερόπλοιο) και του βαρύτερου απο τον αέρα (αεροπλάνο, ελικόπτερο). Στα περισσότερα έργα του, ο Βερν χρησιμοποιεί τον ηλεκτρισμό (τη θαυματουργή «νεράιδα» του 19ου αιώνα) σε μεγάλη κλίμακα, είτε για την κίνηση των οχημάτων (Ναυτίλος, Αλμπατρος), είτε για τον ηλεκτροφωτισμό των πόλεων (της Φρανσβίλ στο έργο Τα 500 εκατομμύρια της Μπεγκούμ (1878) ή των δυο πλωτών πόλεων στο Ελικοφόρο νησί). Εμφανίζεται έτσι στην αιχμή της τεχνολογικής προόδου. Ωστόσο, οι μόνες πηγές ηλεκτρικού ρεύματος που περιγράφει είναι οι ηλεκτρικές μπαταρίες, ενώ είναι ξεκάθαρο ότι και οι ισχυρότερες μπαταρίες που μπορούμε να φανταστούμε αδυνατούν να κρατήσουν στον αέρα ένα ελικόπτερο σαν το Άλμπατρος. Χωρίς άλλες λεπτομέρειες προτείνει μπαταρίες ικανές να απορροφούν ενέργεια απο το θάλασσα για το Ναυτίλο ή απο τον αέρα για το Άλμπατρος...

Περισσότερο όμως κι από την τεχνολογία της εποχής του, το αληθινό πάθος του Βερν είναι η γεωγραφία και τα ταξίδια. Ο ίδιος έχει κάποιες ταξιδιωτικές εμπειρίες: το 1859 επισκέφθηκε την Αγγλία και τη Σκωτία, το 1861 τη Δανία και τη Νορβηγία, το 1867 τη Νέα Υόρκη και τους καταρράκτες του Νιαγάρα, έχοντας διασχίσει τον Ατλαντικό με το ατμόπλοιο Μεγάλος Ανατολικός (τις εντυπώσεις απο το ταξίδι αυτό τις χρησιμοποίησε στο έργο του Η Πλωτή πολιτεία(1869)). Με το σκαφος του Αγιος Μιχαήλ ΙΙΙ, πραγματικό καράβι μήκους 33 μέτρων και με πλήρωμα 10 αντρών, έκανε τέσσερεις κρουαζιέρες στη Μεσόγειο, τη Βόρεια θάλασσα και τη Βαλτική. Αλλά τα περισσότερα ταξίδια του τα πραγματοποίησε πάνω στους χάρτες και με τη βοήθεια γεωγραφικών συγγραμάτων. Όπως εξηγεί στην αλληλογραφία με φίλους και θαυμαστές του, κύριος στόχος του είναι η διδασκαλία της γεωγραφίας, η περιγραφή της Γης. «Για κάθε χώρα, χρειάστηκε να επινοήσω ένα καινούριο μύθο, οι χαρακτήρες είναι δευτερεύοντες... Στο Πέντε εβδομάδες με αερόστατο, ήθελα να περιγράψω την Αφρική. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος για να μεταφέρω τους ταξιδιώτες μου στην Αφρική παρά με το αερόστατο, κι έτσι το εισήγαγα στην ιστορία.»

Τα μυθιστορήματα του Βερν διακρίνονται απο τη μεθοδικά στημένη πλοκή και απο τις απρόσμενες ανατροπές καταστάσεων, κάτι στο οποίο τον βοήθησε η σύντομη θητεία του σα συγγραφέας θεατρικών έργων. Άλλωστε, τα περισσότερα χρήματά του τα κέρδισε όχι από τα βιβλία του, αλλά από τη θεατρική προσαρμογή κάποιων από αυτά και κύρια του Γύρου του κόσμου σε 80 μέρες (1874) και του Μιχαήλ Στρογγώφ (1880), που γνώρισαν μεγάλη επιτυχία. Οι ήρωες των έργων του, κύρια Άγγλοι ή Αμερικανοί, είναι εντελώς προβλέψιμοι, ολοκληρωτικά αφιερωμένοι στην επιτυχία των στόχων τους και δε χαρακτηρίζονται από εσωτερικές αντιφάσεις. Ο κυριότερος, ίσως, εκπρόσωπός τους, είναι ο αμερικανός μηχανικός Κύρος Σμιθ. Στο Μυστηριώδες νησί (1873), ο Σμιθ καταφέρνει να δραπετεύσει (με αερόστατο!) με τέσσερις συντρόφους του απο τη φυλακή των Νοτίων στη διάρκεια του αμερικανικού εμφυλίου. Ναυαγούν σε ένα έρημο νησί του Ειρηνικού, αλλά αντίθετα με το Ροβινσώνα Κρούσο (που κατάφερε να ανακτήσει πάμπολλα αντικείμενα απο το ναυγισμένο πλοίο του), δεν έχουν στη διάθεσή τους το παραμικρό εργαλείο. Χρησιμοποιώντας αποκλειστικά τις γνώσεις και την εξυπνάδα τους καταφέρνουν όχι μόνο να επιβιώσουν αλλά και να στήσουν μια πραγματική μικρή αποικία, περνώντας μέσα σε μερικά χρόνια από όλα τα στάδια του πολιτισμού. Προς το τέλος του έργου, κάποια μυστηριώδη γεγονότα που τους συνέβαιναν αυτό το διάστημα εξηγούνται όταν ανακαλύπτουν ότι το νησί τους είχε ένα πολύ παλιότερο κάτοικο: τον πλοίαρχο Νέμο, που τον βρίσκουν μόνο και ετοιμοθάνατο στο μισοκατεστραμμένο Ναυτίλο και που όλος ο κόσμος τον θεωρούσε νεκρό, έπειτα από τον βομβαρδισμό του μυστικού κρησφύγετού του από το αγγλικό ναυτικό, κάπου είκοσι χρόνια πριν. Εκεί ο αναγνώστης μαθαίνει για πρώτη φορά την ταυτότητα του ινδού πρίγκηπα Νέμο και την αιτία του μίσους για του Άγγλους αποικιοκράτες, που είχαν εξοντώσει ολόκληρη την οικογένειά του (ο Βερν δεν αναφέρει τίποτα σχετικό στο 20.000 λεύγες κάτω απο τις θάλασσες). Η στιγμή της συνάντησης του Σμιθ, του μηχανικού που με τις εφευρέσεις και τις ικανότητές του επέτρεψε στους συντρόφους του να ζήσουν, και του Νέμο, του επαναστάτη που με την εφεύρεσή του σκορπούσε το θάνατο, αποτελεί μια από τις κορυφαίες στιγμές στο έργο του Βερν. Διφορούμενος όσο και τραγικός ήρωας, ο Νέμο αναρωτιέται αν έκανε καλά η όχι. Κι ο Βερν αποφεύγει να πάρει θέση, απαντώντας με το στόμα του Σμιθ: «Καπετάνιε, τα λάθη σας είναι από αυτά που άλλοι θαυμάζουν και άλλοι επικρίνουν, αλλά μόνον ο Θεός μπορεί να τα δικάσει και η ανθρώπινη λογική πρέπει να συγχωρέσει... Η Ιστορία αγαπά την ηρωική τρέλλα, ακόμη κι όταν καταδικάζει τα αποτελέσματά της». Κατά περίεργο τρόπο, ο πιστός καθολικός Βερν είχε βάλει σαν τελευταία λέξη στο στόμα του Νέμο τη λέξη «Ανεξαρτησία!», αλλά ο Ετζέλ, αν και άθεος, τον υποχρέωσε να το αλλάξει σε «Θεός και πατρίδα!» για εμπορικούς λόγους...

Η επίδραση του έργου του Βερν υπήρξε τεράστια. Οι «πατέρες» της αστροναυτικής, ο Ρώσος Κονσταντίν Τσιολκοφσκι και ο Γερμανός Χέρμαν Ομπερθ, ο κατακτητής του Νότιου Πόλου αμερικανός πλοίαρχος Τζεημς Μπερντ, ο γάλλος πλοίαρχος Ζακ Υβ Κουστώ, εξερευνητής των ωκεανών, ο σοβιετικός κοσμοναύτης Γιούρι Γκαγκάριν, ο πρώτος άνθρωπος στο διάστημα, και πολλοί άλλοι, αναγνώρισαν τη σημασία των βιβλίων και των ιδεών του Βερν στα δικά τους επιτεύγματα. Τα βιβλία του μεταφράζονται συνεχώς και είναι σήμερα ο πιο πολυμεταφρασμένος συγγραφέας στον κόσμο, μετά τη βρετανίδα Αγκάθα Κρίστι. Ωστόσο ο Βερν δεν αντιμετώπιζε με απλοϊκή αφέλεια την τεχνολογική πρόοδο. Είχε απόλυτη επίγνωση των κινδύνων που εγκυμονεί για την κοινωνία. Στο διήγημα του Το Παρίσι στον 20ο αιώνα, που γράφτηκε όταν ήταν 22 χρόνων και εκδόθηκε ενενήντα χρόνια μετά το θάνατο του (αφού ο Ετζέλ το είχε απορρίψει) περιγράφει το Παρίσι του 1960 σαν μια πόλη όπου κυριαρχεί η μόλυνση και το κυνήγι του κέρδους, όπου η οικονομία και το εμπόριο επικρατούν σε βάρος των κλασικών σπουδών, των γραμμάτων και της μουσικής, όπου τα αγγλικά έχουν επικρατήσει σε βάρος των γαλλικών. Ανίκανος να επιβιώσει με τη μουσική του, ο ήρωάς του καταφεύγει στο νεκροταφείο του Περ Λασαίζ και λιποθυμάει πάνω σε ένα τάφο, αφού καταραστεί την απάνθρωπη πόλη.

Τι μένει απο το έργο του Βερν σήμερα, που χιλιάδες αεροπλάνα πολύ μεγαλύτερα και γρηγορότερα από αυτά που φαντάστηκε διασχίζουν καθημερινά τον αέρα, που πυρηνοκίνητα υποβρύχια ικανά να καταστρέψουν ολόκληρες χώρες κρύβονται για μήνες στα βάθη των ωκεανών χωρίς να χρειάζεται να αναδυθούν, που εικόνες και πληροφορίες από οποιοδήποτε σημείο της Γης μεταφέρονται αστραπιαία σε ολόκληρο τον πλανήτη, που ο άνθρωπος περπάτησε στο φεγγάρι και οι διαστημοσυσκευές του εξερευνούν συστηματικά τα πέρατα του ηλιακού συστήματος; Μένει αυτή η προαιώνια λαχτάρα του ανθρώπου να γνωρίσει καλύτερα τον κόσμο που τον περιβάλλει, και η πίστη ότι μπορεί να τον αλλάξει στηριγμένος στις δυνάμεις του, στη συσσωρευμένη ανθρώπινη γνώση. Το πρώτο αντιστοιχεί στο αριστοτελικό «πάντες άνθρωποι του ειδέναι ορέγονται φύσει» (όλοι οι άνθρωποι, από τη φύση τους, θέλουν να μαθαίνουν). Το δεύτερο είναι απλά το προμηθεϊκό όραμα, η βεβαιότητα ότι ο άνθρωπος δεν είναι καταδικασμένος να υφίσταται για πάντα τη σκληρή, μονότονη πραγματικότητα, αλλά μπορεί να την ανατρέψει, περνώντας έτσι σε ένα ανώτερο στάδιο της εξέλιξής του. «Δεν υπάρχουν ανυπέρβλητα εμπόδια, υπάρχει μόνο η ανθρώπινη θέληση, περισσότερο ή λιγότερο δυνατή» έλεγε ο Βερν μέ το στόμα του πλοιάρχου Χατεράς.

*Νίκος Πράντζος, Βόλος, Ιούλιος 2014

**Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα του Βόλου Θεσσαλία στις 27 Ιουλίου 2014