Ιεροσυλία

[ Γιώτα Αναγνώστου / Ελλάδα / 23.07.20 ]

«Είσαι καλά;», έλεγε το μήνυμα.

«Μην ανησυχείς για μένα» η απάντηση.

Δεν ήθελα βλέπεις να δημιουργήσω υπόνοιες, να υπάρχουν μαρτυρίες. Είχα πράγματα στο μυαλό μου. Σχέδια να καταστρώσω. Να κινηθώ υπόγεια και μυστικά. Αν έλεγα ό,τι είχα στο μυαλό μου θα με σταματούσε. Το δίχως άλλο θα με σταματούσε. Έχει αδυναμία βλέπετε στην Αντιγόνη. Και εγώ της έχω. Τη βλέπω κάθε καλοκαίρι από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Την έχω μάθει απέξω.

Πήγα και χτες. Χτες που όλα πήγαιναν στραβά, που μέσα στο σκηνοθετικό ημίφως έβλεπα να σκάνε παράταιρα πυροτεχνήματα στον παραλίμνιο, και τις στιγμές της σιωπής έκανε τα παράσιτά της η άσχετη μουσική παρακείμενης καφετέριας, η διπλανή γρατσουνούσε μία πλαστική σακούλα που είχε ένα μπουκαλάκι με νερό κι άκουγα κάτι πιτσιρίκια από το δάσος να φωνάζουν δυνατά «μέρα ή νύχτα», ήταν η απόλυτη ευκαιρία να τα στραβώσω ακόμα περισσότερο. Κι ας έφτιαχνε ο σκηνοθέτης διαγώνιους για τις συγκρούσεις των ηρώων κι ας έφτιαχνε θρόνους για τα διαγγέλματα και τους αποδομούσε στη συνέχεια, κι έντυνε και έγδυνε τους ήρωες από ρούχα και αίγλη. Κι ας ήταν δυνατές οι ερμηνείες έλεο και φόβο για να προκαλέσουν.

Το είχα στο μυαλό μου τι ήθελα να κάνω. Δεν θα βλεπα ξανά άλλη μια Αντιγόνη να πεθαίνει. Το είχα δουλεμένο στο μυαλό εκείνο που θελα να κάνω. Να κατεβώ γρήγορα γρήγορα την κλίμακα –φόρεσα και κατάλληλα παπούτσια μη σκοντάψω- και να ορμήσω στη σκηνή, κι εκεί που ετοιμάζεται η Αντιγόνη να θάψει τον Πολυνείκη να  την τραντάξω δυνατά και να την πείσω αντί για την ταφή να πάμε οι δυο μας να ξεθάψουμε και τον άλλο, τον Ετεοκλή. Τους δυο γυμνούς και άταφους να αφήσουμε εκτεθειμένους στα σκυλιά και τα όρνια. Αρχομανείς και άδικοι και πολεμόχαροι, γι’ αυτούς τους δυο δεν άξιζε ούτε δάκρυ κι ύστερα να συντρίψουμε τον Κρέοντα και τα διατάγματά του που θα τανε τα ίδια, μολονότι θα ταν άλλη πράξη, γιατί ο στόχος του διατάγματος δεν ήταν μόνο ο φόνος της γυναίκας μα της θηλυκής σκέψης. Κι ύστερα να την έριχνα στην αγκαλιά του Αίμονα εκείνη που γεννήθηκε για ν’ αγαπά, κι αφού τόσο αγάπαγε μπορεί και να του μάθαινε πως μπαίνει ένα φαΐ στην κατσαρόλα και πώς ποτίζεται ο βασιλικός για να ναι τρυφερός και μυρωδάτος όταν περνάει δίπλα του και κόβει ένα κλωνάρι και το μασάει με τα δόντια πριν να της δώσει ένα φιλί.

Τέλεια ήταν όλα στο μυαλό μου κι εκεί έμειναν. Το ανοσιούργημα, η προμελετημένη ιεροσυλία έμεινε μόνο διάθεση ούτε καν κουνήθηκα απ’ τη θέση μου, αρχή εκτέλεσης καμιά, ούτε για απλή απόπειρα δεν πρόκειται (πιστεύω) να με διώξουν. Θέλεις κι άλλη απόδειξη να σου προσφέρω για το πόσο καλά είμαι; Πέθανε χτες μια ακόμη Αντιγόνη. Πλήθος χειροκροτήσαμε τον θάνατό της κι αναθεματίσαμε τον Κρέοντα, και βγήκαμε τηρώντας αποστάσεις, καθαροί και καθαρμένοι μα αν αύριο γινόταν εκλογές θα βρίσκαμε έναν (τουλάχιστον) Κρέοντα σε κάθε κόμμα, βγαίνουν σ’ όλα τα χρώματα, να τον στηρίζουμε, τις διαταγές του να υπακούμε, να τον αφήνουμε να χτίζει ζωντανές τις Αντιγόνες μέσα στη γη, στα κύματα της θάλασσας, στα σύννεφα, στις φλόγες.

Κουφονόων τε φῦλον ὀρ-

νίθων ἀμφιβαλὼν ἀγρεῖ

καὶ θηρῶν ἀγρίων ἔθνη

πόντου τ᾽ εἰναλίαν φύσιν

σπείραισι δικτυοκλώστοις,

περιφραδὴς ἀνήρ· κρατεῖ

δὲ μηχαναῖς ἀγραύλου

θηρὸς ὀρεσσιβάτα, λασιαύχενά

ἵππον ὑπαξέμεν ἀμφίλοφον ζυγὸν

οὔρειόν τ᾽ ἀκμῆτα ταῦρον.