Μετάφραση: Αριάδνη Αλαβάνου
Στις 23 Ιουνίου, στο δημοψήφισμα για την αποχώρηση ή όχι της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση επικράτησε καθαρά η ψήφος υπέρ της αποχώρησης. Πολιτικοί και ειδήμονες αντιμετώπισαν αυτή την απόφαση ως πρωτοφανές και σεισμικό γεγονός. Έδωσαν ποικίλες και άκρως αντιφατικές εξηγήσεις σχετικά με τις αιτίες του και τις συνέπειές του για τη Μεγάλη Βρετανία και τον υπόλοιπο κόσμο.
Το πρώτο που πρέπει να επισημανθεί είναι ότι μέχρι στιγμής δεν έχει ληφθεί καμιά νομική απόφαση για την έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Από νομικής απόψεως, το δημοψήφισμα ήταν απλώς συμβουλευτικό. Προκειμένου να αποσυρθεί από την ΕΕ, η βρετανική κυβέρνηση πρέπει να πληροφορήσει επισήμως τους ευρωπαϊκούς θεσμούς ότι επικαλείται το άρθρο 50 της Συνθήκης της Λισαβόνας, το οποίο περιέχει πρόνοιες για το δικαίωμα και τον τρόπο αποχώρησης. Ακόμη ουδείς επικαλέστηκε το άρθρο 50, κάτι που πράγματι θα ήταν πρωτοφανές. Συνεπώς, ουδείς μπορεί να είναι σίγουρος πώς θα λειτουργήσει στην πράξη. Ενώ φαίνεται απίθανο οποιαδήποτε βρετανική κυβέρνηση να αγνοήσει το δημοψήφισμα, κατά έναν περίεργο τρόπο ούτε ένας σημαντικός Βρετανός πολιτικός δεν έδειξε σπουδή να επικαλεστεί το άρθρο 50, μια πράξη που θα ήταν όντως τελεσίδικη.
Ο πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον, που έκανε αγώνα κατά της αποχώρησης, δήλωσε ότι δεν θα είναι αυτός που θα επικαλεστεί το άρθρο 50. Ανήγγειλε την παραίτησή του από την πρωθυπουργία – όχι αμέσως όμως, αλλά όταν το Συντηρητικό Κόμμα εκλέξει νέο ηγέτη. Ο Κάμερον πιστεύει ότι ο νέος ηγέτης είναι εκείνος που οφείλει να επικαλεστεί το άρθρο 50. Επιφανειακά, είναι λογικό. Από τη στιγμή που γίνεται επίκληση του άρθρου 50, θα προκύψουν αρκετά θέματα σχετικά με τις μελλοντικές σχέσεις της Μ. Βρετανίας με την ΕΕ και με άλλες χώρες, θέματα για τα οποία πρέπει να ληφθούν αποφάσεις και το καλύτερο θα ήταν να ληφθούν από τον διάδοχό του.
Συνεπώς, το πρώτο ερώτημα είναι ποιος θα διαδεχθεί τον Κάμερον και πότε θα επιλεγεί αυτό το πρόσωπο. Οι άλλες χώρες της ΕΕ ασκούν σημαντικές πιέσεις να πραγματοποιηθεί η διαδοχή το συντομότερο δυνατό. Αντιδρώντας σ' αυτές τις πιέσεις, το Συντηρητικό Κόμμα καθόρισε ως ημερομηνία τη 2α Σεπτεμβρίου. Μέχρι τις 29 Ιουνίου υπήρχαν δύο βασικοί υποψήφιοι: ο Μπόρις Τζόνσον, ηγετικός παράγοντας της εκστρατείας του Brexit, αλλά όχι βουλευτής, και η Τερέζα Μέι, αντίπαλος του Brexit, η οποία όμως συμμερίζεται κάποιους στόχους των υποστηρικτών της εξόδου. Είναι εντυπωσιακό το ότι ο Τζόνσον περίμενε ότι θα χάσει στο δημοψήφισμα και έτσι δεν προετοίμασε έναν πολιτικό χάρτη για το τι θα έπρεπε να κάνει μετά απ' αυτό.
Κατά τα φαινόμενα ο Τζόνσον ήθελε να “διαπραγματευτεί” την αποχώρηση της Βρετανίας. Το άρθρο 50 προνοεί για μια διετή περίοδο στην οποία θα γίνει η επεξεργασία των μετά την αποχώρηση διευθετήσεων. Αυτό φαίνεται πως δίνει τη δυνατότητα για κάποιες διαπραγματεύσεις. Επίσης υπονοεί ότι, αν δεν επιτευχθεί συμφωνία, η διακοπή όλων των δεσμών είναι αυτόματη. Αυτό που, προφανώς, ήθελε ο Τζόνσον ήταν μια συμφωνία με την οποία η Μ. Βρετανία θα διατηρούσε τα πλεονεκτήματα της κοινής αγοράς, αλλά δεν θα δεσμευόταν πλέον από τους περιορισμούς της ΕΕ όσον αφορά τη μετανάστευση και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Οι άλλες χώρες της ΕΕ δεν έδειξαν συμπάθεια για μια τέτοια συμφωνία. Όπως είπε ο υπερσυντηρητικός υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, “το μέσα είναι μέσα και το έξω είναι έξω”. Εφόσον το “έξω” θα έχει άμεσες αρνητικές συνέπειες για την οικονομική κατάσταση πολλών στη Βρετανία και ιδίως πολλών υποστηρικτών του Brexit, ο Τζόνσον και άλλοι καθυστερούν να επικαλεστούν το άρθρο 50. Αυτή η καθυστέρηση πιθανώς βρίσκεται πίσω από την απόφαση της τελευταίας στιγμής του Μάικλ Γκόουβ να σταματήσει να είναι ο υπεύθυνος της καμπάνιας του Τζόνσον και να αναγγείλει τη δική του υποψηφιότητα, η οποία στηρίχτηκε αμέσως από τους περισσότερους αταλάντευτους υπερμάχους του Brexit. Φαίνεται ότι ο Γκόουβ δεν διστάζει. Ο Τζόνσον απέσυρε την υποψηφιότητά του και πιθανώς αισθάνεται ανακουφισμένος που δεν θα είναι αυτός ο οποίος θα κατηγορηθεί για την επίκληση του άρθρου 50.
Ποια είναι τα πραγματικά ζητήματα που βρίσκονται κάτω απ' αυτές τις εξελίξεις; Ουσιαστικά είναι τέσσερα: η λαϊκή οργή για το αποκαλούμενο κατεστημένο και τα κόμματά του – η γεωπολιτική παρακμή των ΗΠΑ – η πολιτική της λιτότητας - και η πολιτική των ταυτοτήτων. Όλα αυτά έχουν συμβάλει στην αναταραχή. Αλλά όλα αυτά έχουν μια μακρά ιστορία που προηγείται κατά πολύ του βρετανικού δημοψηφίσματος. Οι προτεραιότητες ανάμεσα σ' αυτά τα τέσσερα είναι διαφορετικές για τους πολλαπλούς παίκτες, συμπεριλαμβανομένων των Βρετανών που ψήφισαν υπέρ της αποχώρησης.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η λαϊκή οργή εναντίον του κατεστημένου αποτελεί μια ισχυρή δύναμη. Ξεσπά συχνά όταν οι οικονομικές συνθήκες είναι αβέβαιες, όπως συμβαίνει στις μέρες μας. Εάν φαίνεται ότι η λαϊκή οργή αποτελεί σήμερα πιο ισχυρό κίνητρο από ό,τι παλιότερα, αυτό πιθανώς οφείλεται στο ότι η οικονομική αβεβαιότητα είναι πολύ μεγαλύτερη από ό,τι στο παρελθόν.
Ωστόσο, θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα κινήματα κατά του κατεστημένου δεν έχουν νικήσει παντού ούτε διακρίνονται από συνέπεια. Κάποιες φορές κερδίζουν και πολύ συχνά δεν κερδίζουν. Ως επιτυχίες, μπορεί κανείς να δείξει το Brexit, την άνοδο του Τραμπ ως του de facto Ρεπουμπλικάνου υποψηφίου για τις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ, το ότι έγινε κυβερνών κόμμα ο Σύριζα στην Ελλάδα και το ότι εκλέχτηκε πρόεδρος στις Φιλιππίνες ο Ροντρίγκο Ντουτέρτε. Από την άλλη, βλέπει κανείς την πρόσφατη εκλογική ήττα του Podemos στην Ισπανία ή τα σημάδια μεταμέλειας κάποιων ψηφοφόρων στη Βρετανία. Η διάρκεια ζωής αυτών των κινημάτων κατά του κατεστημένου είναι σχετικά μικρή, καθώς φαίνεται. Έτσι, παρόλο που είναι πιο ισχυρά σήμερα απ' ό,τι στο παρελθόν, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι αποτελούν το κύμα του μέλλοντος.
Οι γεωπολιτικές συνέπειες του Brexit πιθανώς είναι πιο σημαντικές. Η απόσυρση της Μ. Βρετανίας από την ΕΕ συνεπάγεται ένα ακόμη πλήγμα στην ικανότητα των ΗΠΑ να διατηρήσουν την κυριαρχία τους στο παγκόσμιο σύστημα. Η Μ. Βρετανία ήταν κατά πολλούς τρόπους ο αναντικατάστατος γεωπολιτικός σύμμαχος (ή πράκτορας;) των ΗΠΑ στην Ευρώπη, στο ΝΑΤΟ, στη Μέση Ανατολή και έναντι της Ρωσίας. Δεν υπάρχει υποκατάστατο. Γι' αυτό ο πρόεδρος Ομπάμα υποστήριξε τόσο σφοδρά και δημόσια την παραμονή της Βρετανίας στην ΕΕ και, μετά το δημοψήφισμα, επιδίωξε να πείσει τη Βρετανία να παραμείνει στενός σύμμαχος. Γι' αυτό ο Χένρι Κίσιντζερ, σε άρθρο του στη Wall Street Journal (28/6/2016), προέτρεψε τις ΗΠΑ να επιδιώξουν να “μετασχηματίσουν την αναποδιά (την αναταραχή που προκαλεί το Brexit) σε ευκαιρία”. Πώς; Ενισχύοντας την “ειδική σχέση” με τη Μ. Βρετανία και επαναπροσδιορίζοντας τον ρόλο τους σε “ένα νέο είδος ηγεσίας που κινείται από την κυριαρχία στην πειθώ”. Είναι σαφές ότι ο Κίσιντζερ ανησυχεί. Όσα λέει, για εμένα, ηχούν σαν το σφύριγμα στο σκοτάδι που διασκεδάζει τους φόβους.
Η λιτότητα είναι μια πολιτική που κανένας δεν τη θέλει εκτός από τους πολύ πλούσιους που κερδίζουν απ' αυτήν. Η ένταση της λιτότητας, που είχε αναγγείλει η βρετανική κυβέρνηση, ασφαλώς συνέβαλε σημαντικά στην κίνηση υπέρ του Brexit, το οποίο προβλήθηκε ως ένας τρόπος για να μειωθεί η λιτότητα και να εξασφαλιστεί καλύτερο μέλλον για την πλειονότητα του πληθυσμού. Η λιτότητα είναι άλλο ένα θέμα που σήμερα κυριαρχεί παγκόσμια – τόσο ως πρακτική όσο και ως αίτιο του φόβου και της οργής. Δεν υπάρχει τίποτε το ξεχωριστό στη βρετανική κατάσταση απ' αυτή την άποψη. Το σύνηθες λαϊκό εισόδημα μειώνεται στη Βρετανία επί 25 χρόνια τουλάχιστον, όπως και σε άλλες χώρες.
Η οικονομική αναταραχή και οι φόβοι που προκαλεί η λιτότητα έχουν ως αποτέλεσμα την κυριαρχία της πολιτικής των ταυτοτήτων – η Βρετανία στους Βρετανούς (στην πραγματικότητα στους Άγγλους), η Ρωσία στους Ρώσους, η Νότια Αφρική στους Νοτιοαφρικανούς και βεβαίως η Αμερική του Ντ. Τραμπ στους Αμερικανούς. Αυτή η πολιτική εμπεριέχει την αξίωση για ελέγχους, ακόμη και για την εξάλειψη, της μετανάστευσης. Τίποτα δεν είναι πιο εύκολο από το να χρησιμοποιείται η μετανάστευση ως φόβητρο. Αλλά η πολιτική των ταυτοτήτων είναι σκέτη συμφορά. Δεν επικεντρώνεται στη μετανάστευση απλώς. Μπορεί να επικεντρωθεί και στην απόσχιση – Σκοτία, Καταλωνία, Τσιάπας. Και ο κατάλογος είναι μακρύς.
Τι συμπεραίνουμε από όλα αυτά τα ρεύματα και τα αντι-ρεύματα; Το Brexit είναι σημαντικό ως σύμπτωμα, αλλά όχι ως αιτία της αναταραχής. Εφόσον η αναταραχή αποτελεί μέρος μιας χαοτικής δομικής κρίσης του σύγχρονου παγκόσμιου συστήματος, είναι αδύνατον να προβλέψει κανείς τους ποικίλους τρόπους με τους οποίους θα παιχτεί αυτό το σενάριο στα επόμενα χρόνια. Βραχυπρόθεσμα επικρατεί η ακραία ρευστότητα. Δεν δίνουμε αρκετή προσοχή στο μεσοπρόθεσμο διάστημα κατά το οποίο θα ληφθούν οι αποφάσεις για το διάδοχο παγκόσμιο σύστημα (ή συστήματα) που θα επικρατήσει στη μακρά διάρκεια, ενώ αυτές οι αποφάσεις εξαρτώνται από το τι θα κάνουμε στους μεσοπρόθεσμους αγώνες.
*Ο Ι. Βάλερσταϊν υπηρέτησε ως διακεκριμένος καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Binghamton (SUNY) μέχρι τη συνταξιοδότησή του, το 1999. Ήταν επικεφαλής του Κέντρου Φερνάν Μπροντέλ για τη Μελέτη των Οικονομιών, των Ιστορικών Συστημάτων και των Πολιτισμών μέχρι το 2005.
Πηγή: http://iwallerstein.com/brexit-symptom-not-cause-of-turmoil/