Θωμά Κοροβίνη: Μπέμπης
[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Ελλάδα / 21.12.22 ]Θέλω μερικές σελίδες για να τελειώσω το νέο βιβλίο του φίλου μου Θωμά Κοροβίνη, «Μπέμπης» (εκδόσεις Άγρα). Γράφω πριν το τελειώσω. Ίσως για ν’ αφήσω μια γουλιά για το τέλος. Ως επίγευση!
Παραμονή Χριστουγέννων του 1972, πέθανε ο θρυλικός δεξιοτέχνης της κιθάρας και του μπουζουκιού, ο Δημήτρης Στεργίου ή Μπέμπης που γεννήθηκε στον Πειραιά. Ένας περήφανος ομορφάντρας, που δεν καταδέχτηκε ποτέ να μπει σε στούντιο και πέθανε στα 45 του χρόνια αλκοολικός.
Θυμάμαι τον Πάνο(Γεραμάνη) να μου δείχνει στον Πειραιά το κουτούκι όπου έπαιζε Μπετόβεν ένας φοβερός τύπος με το μπουζούκι του, «ο Παγκανίνης του μπουζουκιού».
Ο Θωμάς Κοροβίνης δεν γράφει τη βιογραφία του «Μπέμπη», αλλά μια μυθιστορία που βγάζει στη σκηνή έναν ολόκληρο κόσμο. Ο Θωμάς μέσα από την πραγματική ιστορία του «Μπέμπη» (res factae) ανασυστήνει την ιστορία του λαϊκού τραγουδιού και των πρωταγωνιστών του, την ιστορία της ελληνικής κοινωνίας των «κάτω τάξεων». Στην πραγματική ιστορία του Δημήτρη Στεργίου-Μπέμπη, ο Θωμάς προσθέτει το μυθιστορηματικό στοιχείο (res fictae) δίνοντας «προοπτική» στα πραγματικά γεγονότα μέσα από τα βιώματα, τη μελέτη και τη δική του φαντασία.
Οι μαύροι τζαζίστες στην Αμερική βγάζουν φωνές «σαν λαβωμένου αγριμιού, και φανταζόμουν τους προγόνους τους αλυσοδεμένους να σπαράζουν απ’ το ξύλο στα βαμβακοχώραφα…», λέει ο αφηγητής. Και η ομοιότητα στο δράμα: «…έχουν αυτοί τα γκέτο των μαύρων, έχουμε κι εμείς τα γκέτο των Τσιγγάνων, έχουν αυτή τον Λούις Άρμστρογνκ, έχουμε κι εμείς τον Μάρκο Βαμβακάρη…»! (σ.132)
Ο αφηγητής μιλάει με τους στίχους τραγουδιών. Το ίδιο και οι ήρωες. Έτσι συντελείται ένα «έγχαρτο» γλέντι, μια ιερουργία, όπου οι σεβντάδες, οι έρωτες, οι καημοί, τα βάσανα, οι ζωές μιλιούνται και ξορκίζονται με τραγούδι κι αλκοόλ: «Εσένα δεν σου άξιζε αγάπη», «Δεν είναι αυγή να σηκωθώ», «Τι τα φυλάς τα νιάτα σου», «Ταμπαχανιώτικος μανές», «Ζήτω η αλητεία»…
Διαβάζω τα τραγούδια και σκέφτομαι ότι εδώ υπάρχει ένα ποιητικό παιχνίδι θανάτου και αναγέννησης. Θυμάμαι την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου να λέει: «…για τη ζωντάνια νοιάζομαι… δεν θέλω καμία απόδραση, μια ανανέωση του καημού… θέλω…».
Εδώ περιφρονούν το χρήμα. Το σκόρπισμα μέσω της διασκέδασης (από το σκεδάvνυμι) σώζει από τη βία της συσσώρευσης και ανασυστήνει τον κομματιασμένο εαυτό. Το κέφι πραγματώνεται, αλλά και βιώνεται καθώς συνιστά υψηλή μορφή αμοιβαίας (διαδραστικής) εμπειρίας, μια καθαρτική συνάντηση όλων. Μουσικοί και γλεντιστές γίνονται ένα. Μέσω του κεφιού η σχέση “εαυτού” και συλλογικότητας βρίσκεται σε συνεχή διαδικασία μορφοποίησης και επανασύστασης.
Η ενορχηστρωμένη συνεύρεση λειτουργεί διττά: από τη μια, ως προϊόν διάδρασης «αίρει τη συνθήκη της σολιστικής επιτέλεσης και από την άλλη λειτουργεί προς επίρρωσή της, αναδεικνύοντας τα ιδιαίτερα χαρίσματα των πρωταγωνιστών»(Θεοδοσίου). Στη δεύτερη περίπτωση αναδεικνύεται η θρυλική βιρτουοζιτέ του Μπέμπη… «Τα δάχτυλα του Μπέμπη τρέχανε όσο ήθελαν, του Χιώτη όσο μπορούσαν».
Οι εκπληκτικοί αυτοσχεδιασμοί του Δημήτρη Στεργίου-Μπέμπη δεν έχουν ηχογραφηθεί, μόνο ελάχιστα δείγματα υπάρχουν, όπως οι συγκλονιστικές «Πενιές του Μπέμπη». «Δεν θα με κάνετε εμένα γραμμόφωνο», έλεγε…
Σ’ ευχαριστούμε φίλε Θωμά για το καινούργιο δώρο σου.