Θυμήσου εσύ γιατί εγώ ξεχνώ
[ Γιώτα Αναγνώστου / Ελλάδα / 30.10.19 ]Για τους απανταχού αναλώσιμους τους ξεχασμένους
Τζέρμπα, καλοκαίρι
Αχ μωρέ Δυσσέα,
και τη ζωή μου θα ‘δινα για σένα, τώρα που σε θυμήθηκα τουλάχιστον θυμήθηκα και την αγάπη που σου είχα. Φταίει που έκοψα για λίγες μέρες τους λωτούς. Εκείνος ο παλιός πόνος στο στομάχι –σιγά μη θυμάσαι. Σιγά μη με θυμάσαι. Κι εγώ θα σ’ είχα για καλά ξεχάσει αν δεν ήταν αυτός ο πόνος ο παλιός που έκοψα για λίγο τους λωτούς κι αυτός ο θίασος που ήρθε στο νησί και ιστορούσε τα δικά σου κατορθώματα. Ένα γδάρσιμο ένιωσα στη μνήμη στην αρχή κι ύστερα θυμήθηκα αυτά που είχα ζήσει και ένωσα με αυτά και τ’ άλλα που άκουσα.
Του Σίσυφου ήσουν γιος κι έγγονας του Αυτόλυκου, του κλεφταρά. Για την Ελένη πήγαινες αλλά δεν σου κακόπεσε η Πηνελόπη. Τι διάολο; δεν ήξερες εσύ να καπαρώσεις την πιστή και με τον όρκο του Τυνδάρεω να τρέξεις δήθεν για την αλανιάρα; Χωρίς αυτή πώς θα διαγούμιζες την Τροία. Κι εμείς σ’ ακολουθούσαμε σαν τα κωθώνια και υπακούαμε. Περνιόμασταν για σύντροφοί σου. Πού να το ξέραμε ότι εσύ ήσουν ασυντρόφιαστος. Όπως την έφερες στον Πρωτεσίλαο, στον Φιλοκτήτη και στον Παλαμήδη, όπως κορόιδεψες τους Τρώες, έπρεπε να το περιμένουμε, πως θα γυρνούσες στην Ιθάκη μοναχός σου.
Τ’ άκουσα όλα τα χουνέρια σου και το κατάλαβα πως ήμουν απ’ τους τυχερούς σε τούτο το νησάκι ξεχασμένος. Άλλους τους λιάνισαν οι Κίκονες, άλλους οι Κύκλωπες, άλλους οι Λαιστρυγόνες. Και πάντα το δικό σου το καράβι ήταν αυτό που θα σωζόταν. Εσύ στην αγκαλιά της Κίρκης, οι σύντροφοι γουρούνια, στη λάσπη να κυλιούνται και να τρώνε βελανίδια. Εσύ δεμένος στο κατάρτι το τραγούδι των σειρήνων να θαυμάζεις και άλλοι να τραβάνε το κουπί για σένα που απολάμβανες τη μελωδία τη θεσπέσια δίχως τη ζωή σου να ρισκάρεις. Οι σύντροφοι όμως βασανίστηκαν ιδροκοπώντας για να γλιτώσεις απ’ τη Σκύλλα κι απ’ τη Χάρυβδη. Κι ύστερα έπρεπε ν’ αντέξουν να μη φάνε τα καλοθρεμμένα του Ήλιου βόδια. Τι σόι σύντροφοί σου ήταν αν έπρεπε να μείνουν νηστικοί;
Έμαθα και για την Ωγυγία. Εφτά χρόνια στον έρωτα της Καλυψώς δεμένος. Μονάχα σαν βαρέθηκες –θα γέρασε η Καλυψώ– σε πιασε τάχα η νοσταλγία στην Ιθάκη να γυρίσεις.
Και γύρισες μονάχος. Χωρίς συντρόφους. Έτσι ήσουν πάντα σου ασυντρόφιαστος. Κι αν κάθομαι τώρα και σου γράφω είναι για να σου πω ότι ποτέ μου να σε ξαναθυμηθώ δεν θέλω και μέχρι να πεθάνω δεν θα ξανακόψω τους λωτούς.
Αχ! Μωρέ Δυσσέα!