Θρασείες υπάρξεις
[ Γιώτα Αναγνώστου / Ελλάδα / 28.06.22 ]Λες, κάθε πραγματικότητα μου είναι αποκρουστική. Και επειδή είσαι και ούφο αρχίζεις και λίγο-λίγο υφαίνεις γύρω σου ένα κουκούλι, με ένα στίχο από δώ, μια ιστορία από κεί, ένα χαμομηλάκι, μια παιδική ανάμνηση, ένα τραγούδι που σφυρίζει κάποιος στον δρόμο, μια φωτογραφία που σε δείχνει νέο, μια μυρωδιά, μια γεύση από καπνό και αλκοόλ. Και λες, εντάξει, καλά είμαι εδώ, ας μείνω, ας πάρω μια ανάσα. Τρυπάει λίγο το αγκάθι - έσπασε μέσα στο κορμί η ακίδα του καθώς αδέξια προσπάθησες να το τραβήξεις – αλλά καλά είμαι κι έτσι, κι ας μείνει εκεί αυτός ο πόνος για να τρέφεται η μνήμη η αχόρταγη. Μονάχα να σ’ αφήσουν αυτό το στενό κουκούλι θες, ας επιβάλουν την ποινή του ληθο-βολισμού, το ξέρεις, δεν θα την προσβάλεις. Και πού ξέρεις ίσως με τα υφάδια σου μπορείς να κάνεις λίγο χώρο ακόμα για έναν μοναχικό ένοικο στον δεύτερο. Σου χαμογέλασε προχθές, σε φώναξε να πλησιάσεις στο κάγκελο και σου χάρισε ένα πεπόνι. Έτσι, χωρίς λόγο. Ποιος ξέρει που να έμενε εκείνο το ζευγάρι, που δέθηκε με χειροπέδες στο τιμόνι και δυο κορμιά κι αυτά δεμένα μεταξύ τους βυθίστηκαν με το όχημα στα νερά του Θερμαϊκού. Δεν θα είχαν σίγουρα δίπλα τους κάποιον μοναχικό ένοικο να τους χαρίσει ένα πεπόνι, ένα κουδούνι πιο δίπλα κι ο ενοικιαστής είναι άλλος. Δεν θα είδαν ένα παπαγαλάκι με πορτοκαλί μαγουλάκια να ισορροπεί στα σύρματα της ΔΕΗ, αδιαφορώντας για την τιμή της κιλοβατώρας. Θα άκουγαν όμως τα πάντα για τους ανθρώπους που πεθαίνουν κάθε μέρα γιατί έχουν το θράσος να είναι χωρίς να έχουν τίποτα άλλο από το τραύμα τους, κι ίσως να άκουγαν κι εκείνο το κακόμοιρο σκυλάκι που κάθε βράδυ κλαίει στην ταράτσα και κανένας δεν το βγάζει βόλτα, και το πριόνι του άθλιου που λίγο αν κάνεις και την πλάτη σου γυρίσεις έχει μετατρέψει σε καυσόξυλα ένα ακόμη περήφανο δέντρο.
Λες, κάθε πραγματικότητα μου είναι αποκρουστική. Κάπου θα το άκουσες. Δεν είναι πλέον το μυαλό σου ικανό για σκέψεις τόσο σύνθετες. Μονάχα ψάχνεις το σεντούκι να φράξεις την πόρτα. Αφού δεν έρχεται ο Φώτης, άλλος δεν θα μπει. Αλλά και να έρθει δεν έχεις βεβαιότητα καμιά ότι θα τον αναγνωρίσεις κι ίσως και να μην έχεις πια και δύναμη για να αποσύρεις το σεντούκι. Ξαναελέγχεις την ύφανση στο κουκούλι, να ’ναι πυκνή και ανθεκτική όσο απαιτούν οι περιστάσεις, γιατί κι αυτός ο περιορισμένος χώρος που καταλαμβάνεις, λένε, τους ανήκει.
Ο Φώτης όμως θα γλιτώσει, γιατί είναι μία ύπαρξη θρασεία. Κι όσο να πεις η βεβαιότητα αυτή κάνει κι αυτή την αποκρουστική πραγματικότητα, λιγάκι πιο υποφερτή να μοιάζει