Της Γιάννας Κούκα
Δημοσιογράφος ήταν. Τον έπιασαν στα γραφεία της Εφημερίδας. Απρίλης του '67 έλεγε το ημερολόγιο. 21 ο μήνας. Αργά το βράδυ μάζευε τα ονόματα των συλληφθέντων για το αυριανό φύλλο. Να τυπωθούν. Να γίνουν γνωστά. Σαν του χτύπησαν την πόρτα, πληροφορίες αντάλλαζε μ' ένα συνάδελφο. Κι ονόματα. Γράψε αυτόν, σημείωσε εκείνον, μην ξεχάσεις τον άλλον. Κι όλο μεγάλωνε η λίστα με ονόματα. Ώσπου χτύπησε και για κείνον η πόρτα. «Θα σας χρειαστούμε στην ασφάλεια." του 'παν. Πρόλαβε να κλείσει το τηλέφωνο φωνάζοντας : "Ήρθαν. Γράψε και το δικό μου όνομα". Κι έφυγε μ’ ένα τζέιμς. Για την ανάκρισή του. Για προσωπικό του ζήτημα. Όπως-όπως μετά, σ' ένα "δωμάτιο" 2Χ2 που έζεχνε κάτουρα. Να περιμένει και τους άλλους. Που ολοένα και έρχονταν στο μικρό τους το κελί. Το 2Χ2. Γύρω –γύρω. Κολλητά ο ένας στον άλλο. Κυκλικά. Γύρω-γύρω σε προσοχή. Να φτάσουν στο μικρό παράθυρο. Να μυρίσουν ούρα κι ακαθαρσίες από τον καμπινέ τον απέναντι, τον χωρίς πόρτα. Κι αυτή η ανάσα μυρωδιάς κάτουρων έδειχνε πως όλα άρχισαν.
Τους φόρτωσαν στα τζέιμς, καμιά δεκαριά τζέιμς και γύρισαν την πόλη. Μεγάλη φάνηκε αυτή. Και σκοτεινή. Και μόνη. Η πόλη που κοιμόταν. Έρημη. Νύχτα. Σκοτάδι. Όλοι είχαν πέσει από νωρίς για ύπνο. Ούτε ένα φως. Βαθιά τον τρόμαξε. Ούτε ένα μικρό φως. Ένα φωτισμένο παράθυρο σ’ ένα σπίτι. Ούτε ένα. «Θα ήταν μια ελπίδα, ένα κάποιο φως σ' ένα παραθύρι.» Τίποτα. Μόνο εκείνοι ξύπνιοι. Κοιμόντουσαν. Όλοι. Όλοι τους. Κι ήταν που πέρασε η ώρα και...
...φάνηκε η ακτή και σπαρακτική κραυγή ακούστηκε: "Θε μου η Γιούρα"... κι αργότερα ένα κοφτό "Εδώ θα πεθάνετε σκουλήκια". Μόνο μετά από δυο μήνες τους επέτρεψαν επαφή με τους δικούς τους. Τότε που έφτασε το πρώτο καΐκι από την Σύρα με δέματα απ' τα σπίτια. Ένα και για κείνον ήρθε. Από την αδελφή του. Μ' ένα βιβλίο μέσα. "Για ποιον χτυπά η καμπάνα". Κι έλεγχος από τον χωροφύλακα. "Τι μαλακίες γράφει τούτος; Άκου, η καμπάνα χτυπάει για μένα". Και σαν μαζεύτηκαν πολλοί στην Γυάρο, κοφτά φώναξαν ξανά: "Όχι, δεν θα πεθάνετε εδώ. Εδώ είστε μαζεμένοι πολλοί, είναι καλά για σας. Θα σας απομονώσουμε". Κι έτσι μπήκε σε εφαρμογή το σχέδιο της απομόνωσης. Άρχισε η απογραφή. Σε τεφτέρια. Και φωτογραφίες καταδίκων. Τα μεγάφωνα ούρλιαξαν ένα βράδυ. Ξερνούσαν τα ονόματα. Πάλι. 198 η πρώτη φουρνιά. 200 η δεύτερη. Χωρίστηκαν αδέλφια, πατεράδες από γιους. Μπήκε κι εκείνος στο αρματαγωγό. Άφηνε πίσω του την Γυάρο. Τα μάτια είπε, πως τα μάτια πολλών δάκρυσαν. Που άφηναν πίσω το κολαστήριο. Προορισμός κάποιο άλλο νησί του Αιγαίου. Πάμε για Λέρο. Και δεν πάμε.....
Σκοτάδι πάλι. Σκοτάδι και στο Παρθένι. Πουθενά δεν φαινόταν σπίτι. Πουθενά. Κι εδώ για ύπνο είχαν πέσει από νωρίς. Και δώστου πάλι "Όλοι εδώ, μην κουνηθεί κανείς" κι "εμπρός μαρς". Οι ξιφολόγχες σχεδόν άγγιζαν τα πλευρά. Εμπρός, μαρς. Και "Τώρα όλοι μέσα". Σ' ένα πέτρινο μεγάλο κτίριο. Στον λάκκο του Παρθενιού της Λέρου. Σε μια τεράστια υπόγεια αποθήκη όπλων του φασιστικού ιταλικού ναυτικού, χτισμένη σε μια λακκούβα του βουνού. Και πιο κει, ένα ξωκλήσι ξεχασμένο. Η Αγιά Κιουρά, η Ματρώνα. Της λευτεριάς όμως της πρέπει, πάντα της πρέπει, να βρει τον τρόπο στους τόπους μαρτυρίων να γεννηθεί. Κι οι εξόριστοι βρήκαν την μαμή για τον τοκετό της. Να βγουν έξω εννοώ. Να έχουν επαφή με τον κόσμο. Τις αγιογραφίες της Ματρώνας για να φτιάξουν. Με τις μορφές των περαστικών που πίσω απ’ τα κάγκελα των φυλακών έβλεπαν, αλλά και των ίδιων των εξόριστων, αγιογράφησαν τους τοίχους. Η Παναγιά τους, μια κοπέλα που περνούσε κάθε μέρα έξω απ’ το στρατόπεδο για να πάει στο σχολειό της. Το «Κατινάκι» η Παναγιά των εξόριστων, η δική τους Παναγιά κι ένας Χριστός θυμωμένος.
Πολλά δεν είπε όταν αποφυλακίστηκε... μόνο μια μέρα, χρόνια μετά, σε μια κινηματογραφική αίθουσα κάποιοι είπαν πως τον άκουσαν να κλαίει. Με λυγμούς μπροστά σε όλους βλέποντας τα «Πέτρινα Χρόνια». Μπροστά σε όλους με λυγμούς... Έκλαψε, χωρίς να κοιτάξει γύρω. Σε μια σκοτεινή αίθουσα. Καθισμένος σε μια βελούδινη αναπαυτική καρέκλα. Από τότε, κουβαλούσε στα μάτια τον λυγμό. Και σαν έπεφτε η νύχτα, έρημη γεννούσε η βαλβίδα της άρρυθμης καρδιάς του έναν ψίθυρο, ένα βουβό μοιρολόι… Θε μου η Γιούρα... Το Παρθένι... Το Μακρονήσι... Θε μου, Θε μου, είναι τα ξερονήσια.
Πέθανε μια Δευτέρα στον καναπέ του. Όπως πεθαίνουν οι άνθρωποι, τις Δευτέρες και τις Τρίτες και τις Τετάρτες. Πέθανε μια Δευτέρα στον καναπέ του. 7 Φλεβάρη του 1994, ώρα 16:00. Ακριβώς. Τρεις μήνες ζωής είπαν οι γιατροί. Τρεις μήνες, όπως του είπαν, πάλεψε. Ούτε μέρα παραπάνω. Τρεις μήνες. Τέτοιον αγώνα δεν τον καταδέχθηκε. Άλλες μάχες δεν είχε πια να δώσει. Έδωσε μία. Κι αυτό του ήταν εντάξει. Εκεί πάνω στο τζέιμς με τα κλειστά παράθυρα στα σπίτια, τα δίχως φως. Κι απ' αλλού παν οι άλλοι. Κι απ' αλλού παν οι άλλοι....
Κάποτε βρέθηκαν σημειώσεις του: "Σήμερα τα σχολεία είναι κλειστά. 17 Νοεμβρίου. Τόσα χρόνια από το Νοέμβρη του '73, τότε που η πύλη του Πολυτεχνείου έπεφτε. Σήμερα τα σχολεία είναι κλειστά. Ακούμε και ξανακούμε αμέτρητες φορές την κασέτα του ηρωικού εκφωνητή του Πολυτεχνείου, που, τώρα κακογραμμένη και σε τιμή ευκαιρίας, πωλείται στα αμέτρητα καρότσια των μικροπωλητών της Πατησίων, της Στουρνάρα, της Τοσίτσα: "Εργάτες, Αγρότες και Φοιτητές"... Η Πύλη έπεσε και σε λίγους μήνες έπεσαν κι οι δικτάτορες. Και τότε ακούστηκαν φωνές: "Δικό μας είναι το Πολυτεχνείο", "Όχι, είναι δικό μας"...
Σήμερα τα σχολεία είναι κλειστά..."
Εις μνήμην των αγωνιστών…