Θα σας γιορτάσω τώρα

[ Γιώτα Αναγνώστου / Ελλάδα / 15.03.21 ]

Φυσάει απόψε κι εγώ ζωγράφισα χίλια φιλιά σε χίλιες χάρτινες σαΐτες κι ανέβηκα στα κεραμίδια. (Στα κεραμίδια επιτρέπεται). Ήθελα και τα ρούχα μου όλα να πετάξω. Να μείνω μοναχά ένα σώμα αντιμέτωπο με τις ριπές του ανέμου. Όπως εκείνη η γυναίκα κάμποσους χειμώνες πίσω που σκαρφάλωσε γυμνή – μια ολοτσίτσιδη ψυχή- πάνω σε ένα θεόρατο πεύκο. Και είχαν σταματήσει τα αυτοκίνητα και τη χαζεύαν οι οδηγοί σκανδαλισμένοι με το θέαμα. Τέτοιο δεν είχαν ξαναδεί ποτέ! Κι είχαν φωνάξει πυροσβεστική κι ασθενοφόρα κι όλο κοιτούσαν λαίμαργα εκείνο που δεν είχανε ποτέ τους ξαναδεί. Η διάφανη ψυχή, ολοτσίτσιδη, παρέμεινε αθέατη. Γι’ αυτό κι εγώ τα ρούχα μου δεν έβγαλα, σαν το κρεμμύδι φασκιωμένη για να μη σκούζουν έπειτα στη γειτονιά που έχει και παιδάκια.  Εγώ κι  ο αγέρας μοναχά ο δυνατός, ο μανιασμένος. Αυτός μου φέρνει τη δική σου ύστατη πνοή κι εγώ ανοίγω χέρια απλωτά κι όλες οι κυψελίδες στα πνευμόνια μου γεμίζουν από σένα. Ύστερα τις σαΐτες μου πετώ στο τριανέμι και τις πτήσεις τους χαζεύω.

Προσκλήσεις για γιορτή τρανή.

Θα γιόρταζες κορίτσι απ’ την Ινδία. (χτες; προχτές; ποιος ξέρει; Υπάρχουνε γιορτές ακόμα;) Μ’ ένα τσεκούρι ο πατέρας (;) σου σου πήρε το κεφάλι. Απ’ τα μαλλιά το κράταγε και το βολτάριζε στους δρόμους. Είχες προσβάλλει την τιμή (;) του.

Θα γιόρταζες κορίτσι απ’ την Ινδία. Πλήρωσες με τα δεκαεφτά σου χρόνια.

Πάνε οι σαΐτες με τον άνεμο. Χάθηκαν οι προσκλήσεις. Χαρταετοί περιπλανώμενοι και παραπλανημένοι. Σκοτείνιασε η γιορτή και ανέλαβε η τιμή να σβήσει την αξία.

Θα σας γιορτάσω τώρα και τις δυο (;) –όλες θα σας γιορτάσω- στα κεραμίδια. Θα στήσουμε χορό τρικούβερτο όλη τη νύχτα με τα πιο όμορφα φουστάνια μας και τα μαλλιά λυτά και κάθε μέρα θα γιορτάζουμε όλες μαζί. (Στα κεραμίδια που επιτρέπεται, για όλους τους ασώματους). Μέχρι  γυμνή και ακέφαλη να μείνει κάθε βία.