Θα κυματίζεις
[ Κώστας Καναβούρης / Ελλάδα / 10.05.20 ]Ημέρα της μητέρας σήμερα κι εγώ με πολύ συγκίνηση ανακαλώ στη μνήμη μου ένα κείμενο που είχα γράψει στην «Αυγή» σχεδόν πριν από δέκα χρόνια, συγκεκριμένα στις 24/10/2010. Σας το εμπιστεύομαι:
Σήμερα θέλω να είμαι υπερήφανος μ’ εκείνο το σαλό είδος της περηφάνειας ενός ανθρώπου που στέκεται για πρώτη φορά στο χείλος του γκρεμού και νιώθει ότι πράγματι το χάος υπάρχει. Σήμερα θέλω να γράψω για το θάνατο της μητέρας μου, που πέθανε πριν από λίγες μέρες.
Ελένη Αγγελίδου–Καναβούρη. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη στις 6/6/1923 και πέθανε στην Καβάλα το μεσημέρι της 5ης/10/2010. Κλεισμένα τα 87 χρόνια. Πέθανε κι άλλες φορές η μητέρα μου. Πέθανε το 1948 στην Καβάλα όταν συνελήφθη, βασανίστηκε με άγρια φάλαγγα με πρωτεργάτη τον βασανιστή Τάσο Κακαβά, που τη χρησιμοποίησε μάλιστα και ως διδακτικό υλικό στους άλλους βασανιστές μαθαίνοντάς τους πώς να χτυπούν «με τέμπο», με ρυθμό. Η μητέρα μου πέθανε στις φυλακές της Δράμας και στον κυριακάτικο εξευτελιστικό εκκλησιασμό, όπου ανάγκαζαν τους μελλοθάνατους ν’ ακούνε το μνημόσυνο για όσους εκτελέστηκαν την προηγούμενη βδομάδα. Η μητέρα μου επίσης πέθανε όταν – κόρη αυτή καλής οικογενείας εκ Κωνσταντινουπόλεως – της είπανε οι ασφαλίτες ότι είναι δυο φορές πουτάνα. Γιατί οι πουτάνες πουλάνε μόνο το κορμί τους. Ενώ οι κομουνίστριες και το κορμί τους και την πατρίδα. Πέθανε η μητέρα μου μέσα σε μια φυλακή τέσσερα χρόνια στη Θεσσαλονίκη – καταδικασμένη σε είκοσι και με πολλά λεφτά γλυτώνοντας το θάνατο (βλέπεις το φακελάκι έχει σκληρά συμβάλει στην οικονομική ανάπτυξη του αγλαούς αυτού τόπου) – κι ακόμα περισσότερο πέθανε όταν δεν της επετράπη να πάει έστω και με χειροπέδες στην κηδεία του πατέρα της.
Κωνσταντίνος Αγγελίδης ο πατέρας της. Εριφύλη Κάλφογλου, κόρη τσιφλικά από τη Σηλύβρια της Ανατολικής Θράκης, η γυναίκα του. Η μητέρα της μητέρας του. Ο παππούς καταστράφηκε οικονομικά στη βουλγαρική κατοχή της Καβάλας γιατί αρνήθηκε να κάνει εμπόριο τροφίμων με τους κατακτητές. Ως τότε έκανε εισαγωγές τροφίμων και ποτών μέχρι και από τη Σκοτία (ακόμη έχω διαφημιστική προπολεμική κανάτα σκοτσέζικου ουίσκι). Είχα ρωτήσει μια φορά τη μητέρα μου τι είναι το «μπρικ». «Ένα χαβιάρι που το βάζαμε στο σάντουιτς όταν τελείωνε το πατέ ντε φουά» μου απάντησε.
Ο παππούς λοιπόν. Αστός. Έμπορος. Αρνήθηκε. Και «πήγε στην τιμή και στην πεποίθησή του», για να θυμηθούμε τον Καβάφη. Και βέβαια τον κατέβαλε «αυτό το όχι το σωστό εις όλη τη ζωή του». Για μια εντιμότητα. Και πέθανε. Γιατί δεν άντεξε τη ντροπή (ναι, τη ντροπή, όχι την περηφάνεια) από τα τέσσερα παιδιά του η μια του κόρη να είναι στη φυλακή και ο μοναδικός του γιός, ο θείος Παύλος Αγγελίδης (στο επιτελείο της 4ης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ που έδωσε και κέρδισε τη μάχη της «Ηλεκτρικής»), στη Μακρόνησο. Για μια εντιμότητα.
Το ίδιο μου έλεγε πολλές φορές η μητέρα μου: «Για μια εντιμότητα, παιδί μου, αγωνιστήκαμε. Τι ήξερα εγώ για Μαρξ και τα υπόλοιπα. Εγώ Σοπενάουερ είχα διαβάσει και Μπερξόν». Και δεν παρέλειπε πάντα να επαναλαμβάνει μια αξιωματική φράση του Σοπενάουερ: «Ηθική είναι η πράξη που δεν έχει κανένα συμφέρον». Για μια εντιμότητα. Γι’ αυτό θέλω να γράψω για τη μητέρα μου. Που πέθαινε την ίδια στιγμή που στις χώρες του «υπαρκτού» πέθαιναν άνθρωποι για λόγους πάλι εντιμότητας, από την άλλη όψη. Η μητέρα μου πέθανε όταν άκουσε τις κραυγές σε όλα τα καθεστώτα. Και πέθανε πάλι όταν δεν υποχώρησε. Στην εντιμότητα. «Εμείς, παιδάκι μου, τουλάχιστον ζήσαμε». Και διηγιόταν την ιστορία μιας δεκαεξάχρονης που εκτελέστηκε απλώς επειδή δεν υπέγραψε δήλωση αποκήρυξης. Όχι του κομουνισμού. Μάλλον της προσωπικής της εντιμότητας.
Για τη μητέρα μου ήθελα να γράψω. Για να πω στα κτήνη ότι δεν τα φάγαμε μαζί τα λεφτά. Για να πω στα κτήνη ότι άλλο λεφτά και άλλο «χρημάτων πάντων μέτρον άνθρωπος».
Αντίο, μητέρα. Θα κυματίζεις.