Θέλω να ουρλιάξω
[ Κώστας Καναβούρης / Ελλάδα / 24.09.18 ]Είναι τόσο «λογικό» το λιντσάρισμα του Ζακ Κωστόπουλου, ως αποτέλεσμα ενός προαναγγελθέντος θανάτου, ώστε δε μου φαίνεται παράλογο να αρχίσω να ουρλιάζω. Δεν ξέρω προς τα πού, πρώτα θέλω ν’ αρχίσω να ουρλιάζω αδειάζοντας όσο γίνεται το ουρλιαχτό από μέσα μου και μαζί να ουρλιάξω ως επιχείρημα. Για να ακουστώ πάνω από τα επιχειρήματα, πάνω από τον βουβό ορυμαγδό των δικτύων, των διαδικτύων και των δικτυώσεων. Για ν’ ακουστώ πάνω από τους φονιάδες.
Είναι τόσο «λογικό», «σ’ αυτά τα χρόνια τα δικά μας τα σακάτικα» το λιντσάρισμα ενός παντελώς ανυπεράσπιστου ανθρώπου, ενός homo sacer που μπορείς να τον σκοτώσεις σα να επιτελείς καθήκον, ως «ήρωας» της καθημερινότητας, που θέλω να ουρλιάξω όπως ουρλιάζουν όλες οι μάνες όλων των ολοκαυτωμάτων. Ή να σιωπήσω ουρλιάζοντας προς τα μέσα όπως οι γυναίκες που ψάχνουν σιωπηλές μέσα στην απέραντη σιωπή της ερήμου Ατακάμα τα οστά από το αίμα των παιδιών τους. Να ουρλιάξω γιατί πως αλλιώς να πεις στο θηρίο, ότι και το αίμα από οστά είναι καμωμένο. Από λέξεις οστών που τις τσακίζεις με κλωτσιές. Τη λέξη μέτωπο, τη λέξη ζυγωματικά, τη λέξη ρινικό οστό, τη λέξη άνω και κάτω σιαγόνα, όλα αυτά τα οστά που φτιάχνουν το αίμα της ζωής μας. Τα τσακίζεις και θέλω να ουρλιάξω γιατί δεν προλαβαίνω αλλιώς. Όταν τσακίζονται τα οστά δεν υπάρχει άλλη γλώσσα, από το ουρλιαχτό που είναι οργή, πόνος, φόβος θανάτου.
Δεν υπάρχει άλλο επιχείρημα, όταν το ίδιο το φονικό γίνεται επιχείρημα, αιτιολογείται, εκδοχολογείται, νομολογείται, μπαίνει ακόμα και σε δημοσκοπική διαδικασία, συμπληρώνοντας την αστυνομική ράβδο. Ένα μπαίγνιο δηλαδή. Πράγμα που σημαίνει ότι το φονικό μετατρέπεται σε υλικό πλεκτάνης και η τυχαιότητα σε φασιστική υποδομή της ταξικής κοινωνίας. Άλλωστε ο φασισμός αρέσκεται στο μεταβολισμό του φόνου. Στην εξαλλαγή και τη μεταφορά του από την περιοχή της φρίκης στην περιοχή μιας ακατάσχετης δικαιικής αυτοτέλειας του ισχυρού. Οπότε το θύμα δεν υφίσταται. Άρα και ο φασισμός. Γι’ αυτό θέλω να ουρλιάξω. Γι’ αυτόν τον περιστατικό φασισμό που μας κατακλύζει και μας κάνει σαν τα μούτρα του.
Γι’ αυτό τον φασισμό που μας εμποδίζει να δούμε ότι ο Ζακ Κωστόπουλος όμως υπάρχει πια ως μέγας νεκρός. Όχι γι’ αυτό που ήταν εν ζωή αλλά γιατί θανατώθηκε επειδή ήταν ανυπεράσπιστος, εκεί ακριβώς: στην στιγμή και στον τρόπο θανάτου. Στον κρίσιμο αναβαθμό που η ζωή και ο θάνατος διαμείβονται ως τελικός υπερσυντέλικος των πάντων. Δικάστηκε, καταδικάστηκε και εκτελέστηκε επί τόπου για πάντα. Ένα στιγμιαίο έγκλημα που έρχεται από παντού και διαρκεί για πάντα. Γι’ αυτό ανήκει στην χωρία των μεγάλων νεκρών.
Η μετά θάνατον επωνυμία του, ο μετά θάνατον σάλος λόγω αυτής, συσκοτίζει το μέγα έγκλημα: τον θάνατο των ανωνύμων. Τον αφηνιασμένο καλπασμό της άρρητης επιθυμίας για θάνατο των ανυπεράσπιστων (ως μοναδικού πεδίου άσκησης εξουσίας των φοβισμένων) που τριγυρνάει όλο και πιο αγριεμένα ψάχνοντας ευκαιρία να σκοτώσει ατιμώρητα.
Κι εγώ θέλω να ουρλιάξω μ’ ένα ουρλιαχτό πιο βαθύ από την οργή. Και προς τα μέσα και προς τα έξω. Μ’ ένα ουρλιαχτό που πατάει πάνω σε σπασμένα γυαλιά, που έχει σπασμένα γυαλιά στο λαρύγγι. Για ν’ απαντήσω σ’ εκείνους που έχουν ψυχή από σπασμένα γυαλιά, σ’ εκείνους που πεινούν για το επόμενο φονικό που θα ταΐσει το σπασμένο μυαλό τους. Θέλω να ουρλιάξω για να πω ότι φοβάμαι τους φοβισμένους που δεν θέλουν να χάσουν τον φόβο τους. Τη μόνη τους περιουσία.