Ημερολόγιο
[ Νίκος Προσκεφαλάς / Ελλάδα / 14.11.20 ]Κάποιος φίλος μου μιλάει απ’ την οθόνη. Του μιλάω κι εγώ. Χτυπάμε με έξαψη κι οι δυο τα πλήκτρα απ’ το γραφείο του ο καθένας, με ταχύτητα. Τοκ, τοκ, τοκ. Δίπλα στο α το σ, δίπλα στο δ το φ, τρέχουν τα δάχτυλα γοργά. Μιλάω ταυτόχρονα και μ’ άλλους. Φίλοι πολλοί, τεράστιος κύκλος, έρχομαι με όλους κάθε μέρα σ’ επαφή. Κι αυτό όσο να πεις είναι παρηγοριά, τι λέω, όχι παρηγοριά μονάχα, είναι κι ελπίδα μπορεί και δυνατότητα πως κάποτε ίσως πάρει φόρα ο κόσμος και πάει λίγο παραπέρα, πως θα μεταδοθεί το κύμα το ηλεκτρονικό κι οι ιδέες θα βλαστήσουν, θα σπάσει το σάπιο τσόφλι του κόσμου, να βγει η ζωή η φυλακισμένη. Τα βράδια όμως, αξημέρωτα σχεδόν, έρχονται πάλι πίσω οι λέξεις που έγραψα, χτυπούν την πόρτα του μυαλού, μου φράζουν την αναπνοή με βία να μη φωνάξω, κόβουν ένα ένα κομμάτια από τη σάρκα μου κι ύστερα βιάζονται να τα φορέσουν, ζητάνε απεγνωσμένα σώμα κι αίμα. Ψάχνω κι εγώ αμίλητος και με κομμένη ανάσα ένα πληκτρολόγιο να διαμαρτυρηθώ, να ουρλιάξω, μα τίποτα μπροστά μου δεν υπάρχει. Και μένω μόνος και βουβός κι ούτε μια λέξη ζωντανή δε βγαίνει απ’ το λαρύγγι μου.
Και στις πλατείες, μόνιμη πια η ερημιά.