Η αντιπαραβολή...
[ Γεωργία(Γιούλα) Τριγάζη / Ελλάδα / 02.11.17 ]Η λέξη γυρόφερνε, πριν ακόμη γνωρίσει την έννοιά της. Για την ακρίβεια, γυρόφερνε η γοητεία της. Πώς είναι όταν μόλις δροσίζει το γλυκό αεράκι της άνοιξης; Και το βλέπεις με τα μάτια του νου σου να έχει διαβεί, κάμπους, βουνά και θάλασσες πριν να καταλαγιάσει μέσα σου; Έτσι ακριβώς. Είναι κάτι, αλλά δεν μπορείς ακόμη να προσδιορίσεις τι!
Ο έρωτας!
Μην ήταν τάχα η ματιά του συμμαθητή κάθε που συναντιόνταν στη στροφή του δρόμου και αντάλλασσαν ένα ντροπαλό «γεια!»;
Μήπως και πάλι εκείνη η ζαλιστική βαριά αντρική μυρουδιά του παλτού του καθηγητή της, όταν μια μέρα της είπε να του το φέρει από το γραφείο, ήταν σημάδι;
Ας ξεπηδούσε επιτέλους, μέσα από τα ατέλειωτα μυθιστορήματα που καταβρόχθιζε με μανία, χωμένη τα σαββατοκύριακα πίσω από την πολυθρόνα του μικροαστικού σαλονιού τους!
Ή έστω μέσα από το ασπρόμαυρο κουτί, Σάββατο βράδυ ως ντόκτορ Κιλντέαρ, ή ακόμη και ως πιο ριψοκίνδυνος Αντίζηλος, κι αυτή η έφοδος, να συνοδεύονταν βέβαια με την καταπληκτική μουσική του Morricone!
Μέσα της ένοιωθε όμως, ότι όλα αυτά ήταν προ-ασκήσεις! Προετοιμασίες δηλαδή για το μεγάλο, το ανεπανάληπτο, που κάποια στιγμή, έμελλε να συμβεί.
Έτσι λοιπόν το καλοκαίρι εκείνο, εκτός από το πρώτο μελοδραματικό μυθιστόρημα, που κάθε μεσημέρι ανέβαινε στην ταράτσα, να το πλάθει και που δεν έμελλε να τελειώσει ποτέ, στρώθηκε να ετοιμάσει και ένα παιχνίδι πάνω στο «βάσανο». Και το ονόμασε «αντιπαραβολή».
Θέμα του ο έρωτας, το βάσανο δηλαδή. Ταμπού για τους μεγάλους, ουαί κι αλλοίμονο αν καταλάβαιναν ότι την απασχολούσε, και του έδινε τόσο χώρο στη ζωή της. Ξαδέρφια, και φίλες συμμετείχαν με χαρά! Τα αγόρια για να εξηγούμαστε, δεν έκαναν για τέτοιες δουλειές. Ζούσαν την ηλικία της χαλάστρας και του χαβαλέ.
Έρωτας λοιπόν. Και κάθε συμμετέχουσα, καλούνταν να δίνει- να αντιπαραβάλει μάλλον- μια λέξη που του ταίριαζε. Αλλά και να προσπαθεί να αιτιολογεί κιόλας αυτή της την επιλογή!
Πλάι λοιπόν στη μαγική λέξη, καρφώθηκαν πολλές άλλες. Προσπαθώντας να την… δελεάσουν; Να της μοιάσουν; Να την εξηγήσουν; Να την περιγελάσουν; Ακόμη και αυτό! «Τρίχες κατσαρές!» ας πούμε, έγραψε το πειραχτήρι της παρέας. «Γιατί αν ήταν κάτι καλύτερο δε θα βλέπαμε τόσα χάλια εδώ γύρω! Αν ήταν αυτές οι μπούρδες που αμολάτε όλοι σας, μαγεία, ομορφιά, και άλλα τέτοια, όλοι, - αλλά κυρίως οι μεγάλοι- θα ήταν μεσ’ στην καλή χαρά! Έχετε δει εσείς τίποτε τέτοιους;» Κι απόμειναν όλες τους, να την κοιτάνε σα χάνοι, με το στόμα ανοιχτό. Γιατί μέσα τους καταλάβαιναν πως κάποιο δίκιο πρέπει να είχε το κορίτσι.
Αυτή όμως που δεν ήθελε να καταστραφεί το παραμύθι από την πεζότητα μιας φιλενάδας -έστω κι αν είχαν κάποια αλήθεια οι κουβέντες της- έδωσε την εναλλακτική.
«Βρε κορίτσια! Εντάξει δεκτή και η πρόταση της Ματούλας, μπορείτε να πείτε και αρνητικά πράγματα για τον έρωτα, δημοκρατία έχουμε!»
Κάπως έτσι μπήκαν στο τραπέζι και απόψεις όπως –ας πούμε σωματικά ενοχλήματα-, δηλαδή, χτυποκάρδι, ζάλη, ως και…. λιποθυμία, γουργουρητά, ακόμη και… κόψιμο!
Η αυτοκτονία όμως της Αριστέας, μιας δεκαεξάχρονης από το χωριό της μάνας της που ένα καλοκαιρινό πρωί, την βρήκανε φευγάτη, δίπλα από ένα κουτί με φυτοφάρμακο, έδωσε ένα απότομο και οριστικό τέλος στην «αντιπαραβολή»!
Το καλοκαίρι ήταν στο φόρτε του, τα μπάνια γίνονταν πλέον διπλά, οι καρπουζοφέτες, έδιναν λαμπρό φινάλε σε γεύματα ευωχίας οικογενειακά και καθημερινά, τα σουαρέ με το πικάπ με τα δισκάκια των Beattles αλλά και των Idols έδιναν κι έπαιρναν, ο θερινός σινεμάς ξελαρυγγιαζόταν παραδίπλα, και τη μυρωδιά του γιασεμιού, διόλου δεν την χαλούσε η μυρωδιά από σουβλάκι!
Όλα όμως αυτά, που ναι, Θα μπορούσες να τα πεις και «έρωτα!», να τα αντιπαραβάλεις βρε αδερφέ, στο τετράδιο της «περίεργης», και να το γεμίσεις, έγιναν σκόνη ένα πρωί από την αυτοκτονία μιας έφηβης. Που κατάπιε το φαρμάκι, για έναν έρωτα! Με έναν παντρεμένο -τι ντροπή!-, που όπως σιγοψιθύριζαν συνωμοτικά οι μεγάλοι, «το πήρε στο λαιμό του το θηλυκό!»
Πίσω από τις κλειστές πόρτες, αυτή και οι φίλες μάθαιναν από τις κουβέντες των μεγάλων, με τρόπο σκληρό κι απροσδόκητο για την σκοτεινή πλευρά του έρωτα. Που ούτε καν ήθελαν να την φανταστούν.
Το καλοκαίρι εκείνο λοιπόν το τετράδιο της αντιπαραβολής έκλεισε με λέξης όπως:
Ντροπή.
Εξευτελισμός.
Απαγορευμένο.
Κοροϊδία.
Εγκυμοσύνη.
Παράνομη.
Νόθο.
Φαρμάκι.
Θάνατος.
……………………………………………………………………….
Κάποια χρόνια μετά, σε μια μετακόμιση, έπεσε στα χέρια της το τετράδιο της αντιπαραβολής.
Το άνοιξε με συγκίνηση. Αλλά και σεβασμό. Και έγραψε:
«Αλήθεια όλα! Όλα έρωτας!»
Και το σφάλισε με αγάπη.