Η φαιά ύβρις που μας συγκυβερνά
[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Ελλάδα / 12.09.16 ]Άνοδος στη Λάρισα. Το τρένο προς Θεσσαλονίκη κατάμεστο. Ο συνταξιούχος δάσκαλος μιλά με μελιστάλαχτο, διδακτικό ύφος παλιάς κοπής για το απώτερο μέλλον του ανθρώπου. Θυμάμαι τον Μπρωντέλ που έδινε τη δική του ερμηνεία στην Κάθοδο των Δωριέων, καθώς, όπως έλεγε, η προϊστορία και όπου δεν υπάρχουν στοιχεία, απαιτεί μεγάλη φαντασία για να καλυφθούν τα κενά της. Στο Εθνολογικό Συνέδριο του Δήμου Κιλελέρ οι κάτοικοι του κάμπου αναζητούν εναγωνίως τις ρίζες τους για να αγκυρώσουν στον καιρό των μεγάλων ανέμων της Ιστορίας. Θέλουν μία αναφορά για να κρατηθούν. Παντού το ίδιο. Το εκκρεμές από τον πόλο του ισοπεδωτικού παγκοσμιοποιημένου κοσμοπολιτισμού κινείται με ταχύτητα προς τις ρίζες, στην ταυτότητα, σ’ αυτό που θα επιτρέπει στους ανθρώπους «να είναι», να είναι «Εγώ» και «Εμείς», συλλογικότητες μέσα στις οποίες θα βρίσκει ο καθένας τον εαυτό του. Το αντιλαμβάνεσαι στην αγωνία των ανθρώπων της θεσσαλικής πεδιάδας, των Καραγκούνηδων, το ακούς στα δυνατά γυρίσματα των τραγουδιών του Αποστόλη, στις λογοτεχνικές μεταφορές για τους βιασμούς από τους τσιφλικάδες, στην αγωνία να μην αμφισβητηθεί η ρίζα, μαζί και η συνέχεια. Αγωνία που όταν πιέζεται επιστημονικά διολισθαίνει σε επικίνδυνες σε εντάσεις. Η αλήθεια της ανάγκης και η αλήθεια της επιστημοσύνης συγκρούονται σαν οψιδιανοί λίθοι. Οι σπίθες όμως σβήνουν μ’ ένα τραγούδι και τον ήχο των ποτηριών που τσουγκρίζουν «εις υγείαν». Είναι αυτό που έλεγε η Ντολτό για τους Ορθόδοξους , καθώς ο ρώσος σύζυγός της, οι οποίοι γύρο από ένα τραπέζι ζουν τα πάντα, βρίζονται, τσακώνονται, φαντάζονται, φαντασιώνονται, πίνουν, τραγουδούν και ύστερα –με νερό κι αλάτι- αγαπιούνται βαθιά. Έτσι συστήνονταν το Εμείς των ανθρώπων αυτής της γωνιάς του κόσμου, από πάντα, έτσι γίνεται και τώρα…
Τους βλέπω και ξαναθυμάμαι τη φιλόσοφο Σιμόν Βέιλ, τη φιλόσοφο που πέθανε μόλις στα 33 της χρόνια, το 1943. Αυτή που σταμάτησε την από καθέδρας διδασκαλία της και πήγε δύο χρόνια (1934-35) ως απλή εργάτρια στα μεγάλα εργοστάσια για να γνωρίσει στο πετσί της την κατάσταση της εργατικής τάξης. Για την Βέιλ, ο σεβασμός προς τον άλλον, προς τον άνθρωπο είναι η μόνη υποχρέωση. Κι αυτή πληρούται όταν ο σεβασμός είναι πραγματικός και όχι υπερβατικός. Και ο πραγματικός σεβασμός είναι αυτός που καλύπτει τις γήινες ανάγκες του ανθρώπου, που είναι φυσικές(τροφή, στέγη, ζεστασιά κ.ά.) αλλά κυρίως αυτός που ικανοποιεί τις ανάγκες για τη ζωή της ψυχής. Αλλά είπαμε, αυτός ο «σεβασμός», αυτή η επανάσταση δεν είναι ολοκληρωμένη, αν δεν συνοδεύεται από ένα νόημα, που θα τρέφει και την ψυχή.
Σύμφωνα με την Βέιλ (Σιμόν Βέιλ, L’ enracinement), το ρίζωμα είναι η πιο σπουδαία και η πιο παραγνωρισμένη ανάγκη της ανθρώπινης ψυχής. Γιατί ο άνθρωπος έχει μία ρίζα από την πραγματική, ενεργητική και φυσική συμμετοχή του στην ύπαρξη μιας συλλογικότητας, η οποία κρατάει ζωντανούς κάποιους θησαυρούς του παρελθόντος και κάποια προαισθήματα του μέλλοντος. Η συλλογικότητα εισχωρεί ήδη στο μέλλον και συντηρείται όχι μόνο από τους ζωντανούς αλλά και από τα παιδιά που θα έρθουν στον κόσμο στους αιώνες που έρχονται. Η συλλογικότητα έχει τις ρίζες της στο παρελθόν και συνιστά το μοναδικό όργανο διατήρησης των πνευματικών θησαυρών που συγκέντρωσαν οι νεκροί μας, το μοναδικό όργανο της μεταβίβασης-παράδοσης μέσω του οποίου οι νεκροί μπορούν να μιλήσουν στους ζωντανούς. Αλλά μερικές συλλογικότητες αντί να προσφέρουν τροφή, κανιβαλίζουν τις ψυχές. Είναι οι συλλογικότητες που μιλούν για άμεση συνέχεια από την αρχαιότητα, για καθαρότητα της φυλής, για «πατρίδα, θρησκεία, οικογένεια». Είναι οι φασιστικές, οι ρατσιστικές και οι νεοναζί οργανώσεις και ό,τι συνιστά έναν πολιτισμό που είναι ο «φόνος του ανθρώπου».
Σε μια τέτοια συλλογικότητα ανήκει και το παχύδερμο που φωνασκούσε εναντίον των μεταναστών και των προσφύγων στο τρένο της καθόδου προς Αθήνα. Είναι το στέλεχος της ακροδεξιάς πλευράς της συγκυβέρνησης, που ερχόταν από την ετήσια μεγάλη σύναξη του κράτους στη Θεσσαλονίκη. Ο μπίζνεσμαν της σημερινής αρπαχτής, το νεολαμόγιο με στοιχεία φαιάς αλαζονείας, ο εγελιανός φασίστας, ο ασάλευτος κόρος, ό,τι αναπτύσσεται και σαπίζει επί τόπου. Αυτό το «πράγμα» που μας κυβερνά και είναι ο σημερινός άνους «τσιφλικάς» στον οποίο ανήκει το «δικαίωμα της πρώτης νύχτας…» επί όλων μας.
Φοβάμαι πως η άλλη πλευρά, αυτή που ελαύνει από το Κιλελέρ είναι εντελώς αδύναμη μπροστά στην τοξικότητα της «σάπιας κοιλιάς», είναι ανίσχυρη για να μεταδώσει το μήνυμα της alter orbis, της άλλης οικουμενικότητας, της νέας ευαισθησίας και του ανθρωπισμού. Ο ηλικιωμένος που κυκλοφορεί με το παλιό ποδήλατο στους δρόμους της θεσσαλικής πρωτεύουσας -γιατί δεν έχει χρήματα για εισιτήριο- δεν εμπιστεύεται πια τη «γραμμή» καλοσύνης και καταλήγει στο φόνο για να μην αισθάνεται μόνος, όπως ο Ξένος του Καμύ. Καταλήγει στη Χρυσή Αυγή. Την οποία δεν θεωρεί φασιστική, αλλά «δημοκρατική»! Γι’ αυτό προς στιγμήν φοβήθηκα πως δεν υπάρχει ελπίδα. Αλλά να, το τραγούδι των «παλιών»: της Βάσως και του Θωμά, να ο υπέροχος λόγος νέων κοριτσιών και αγοριών, που πολιορκούν την «ύβρι» και την απανθρωπιά, που μιλούν για μία ζωή που θα είναι πραγματικό δώρο για όλους, χωρίς πολέμους και σφαγές νηπίων, χωρίς φτώχεια και όπου όλοι θα μπορούν να θαυμάζουν την ομορφιά, όχι ως αφαίρεση αλλά ως κατοικούσα στα πράγματα και τους ανθρώπους. Εδώ νιώθεις ότι η ελπίδα είναι αληθινή, ότι τα τετριμμένα μηρυκάσματα δεν αρκούν για να σώσουν τους χομπσιανούς κανίβαλους, ότι η ελπίδα μπορεί να ανθίσει στις ρωγμές και στις καρδιές.