Η τιμωρία της

[ Γιώτα Αναγνώστου / Ελλάδα / 15.10.20 ]

Όλοι στη γειτονιά την λιγουρεύονταν. Κι αυτή η ρουφιάνα το ήξερε. Ω ναι, το ήξερε καλά, γι’ αυτό τους έπαιζε, όλους, ακόμα καλύτερα.

     Η Ελπίδα. Ντροπαλή και εύθραυστη, κάποιες φορές, σαν κοριτσάκι άβγαλτο κι άλλες ξεδιάντροπη και κωλοπετσωμένη σαν την πιο κοινή της πιάτσας. Λίκνιζε το κορμί και μοίραζε χαμόγελα γεμάτα υποσχέσεις, πότε βαμμένη και μακιγιαρισμένη σαν καρνάβαλος με ρούχα κολλητά για να διαγράφουνε τις ζουμερές καμπύλες κι άλλοτε άβαφη, αγουροξυπνημένη με το βαμβακερό της νυχτικό να αερίζει στο μπαλκόνι τα σεντόνια. Και να τα λούλουδα στην πόρτα της και να κουτιά σοκολατάκια με φιόγκους κατακόκκινους και αρκουδάκια λούτρινα και άτεχνα ποιήματα σε αρωματικά χαρτιά γραμμένα και να διαμάντια και ρουμπίνια και αρώματα ακριβά από φραγκάτους κοιλαράδες κι άλλοι, φτωχοδιαβόλοι, κεριά και τάματα στο εικονοστάσι στην αυλή της. Και σ’ όσους της τα χάριζαν όλα ετούτα τα καλά και γονατίζαν μπρος της σαν αγία και στρώναν την καρδούλα τους στον δρόμο της, να την πατήσει να περάσει, δεν τους χαράμιζε μια δεύτερη ματιά και τέλος τα χαμόγελα τα λάγνα. Γύρευε τότε άλλους να πλανέψει, εκείνους που το έπαιζαν δήθεν αδιάφοροι και δύσκολοι και της γυρνούσανε την πλάτη. Και τους κατάφερνε κι αυτούς με τα τσαλίμια της, τους έδενε στα μάγια της για να τους παρατήσει.

       Κι αφού πια πέρασε η μπογιά της σ’ ένα μπουρδέλο της κακιάς ώρας κατέληξε, η καημένη η Ελπίδα. Έχει καλύψει τους καθρέφτες με πανιά για να μη βλέπει πια τη θλιβερή μορφή τη ζαρωμένη. Ανοίγει μοναχά ανόρεχτα τα σκέλια της στους πλέον άθλιους των εραστών κι όταν τελειώνουν κι εκτονώνονται ανάβει ένα τσιγάρο και φυσάει με αηδία τον καπνό της στο ταβάνι γιατί, παρά την ωκεάνια ενόρμηση θανάτου, ξέρει. Ω ναι, καλά το ξέρει πως εκείνη θα πεθάνει τελευταία.   

       Πήγα κι εγώ με πρόθεση να τη σκοτώσω ένα βράδυ, μα δεν τόλμησα… στα μαραμένα στήθη της αποκοιμήθηκα σαν το μωρό, ακούγοντας, ακόμα μια φορά, τα παραμύθια της.