Η σιγή του τρόμου

[ Δημήτρης Χριστόπουλος / Ελλάδα / 08.11.20 ]

Στις άδειες πόλεις, τα αδέσποτα κάθε βράδυ στήνουν πάρτι με τους φίλους τους. Πίσω από τις μάσκες, χαμόγελα παγωμένα, λόγια μετρημένα, χέρια ανάπηρα που κουρνιάζουν στις τσέπες.

Μόνη παραφωνία, η ακατάσχετη λογόρροια των πολιτικών. Που θέλουν να σε πείσουν ν’ αγαπήσεις το κελί σου. Να νιώθεις ένοχος για όλα. Να πεθαίνεις εξόριστος σ’ ένα αποστειρωμένο δωμάτιο. Μπας και σωθεί η εορταστική, λέει, περίοδος. Και αναστηθεί ο Λάζαρος –η αγορά θέλω να πω.

Ο εγκλεισμός δίνει, στ’ αλήθεια, την ευκαιρία να ξαναδιαβάσεις αλλιώς κάποια βιβλία. Το εμβληματικό και παρεξηγημένο «Πένθιμο Εμβατήριο» του Σωτήρη Πατατζή, για παράδειγμα. Εκεί όπου δυο αντάρτες, ο Γορίλας (ο γιατρός) και ο Αρίστος (ο «αντιδραστικός» διανοούμενος), καταφεύγουν σε μια σπηλιά πάνω στον Ταΰγετο, για να σωθούν από τα φίλια πυρά των συντρόφων τους. Έγκλειστοι, παρέα με ένα γερμανόπουλο κρατούμενο, τον Χάινς, αναρωτιούνται για τη φλυαρία των πολιτικών καθοδηγητών τους. Μιλούν για μεταδοτικές νόσους, για ιούς και επιδημίες. Να καταλάβουν το πώς και το γιατί.

«Ο Γορίλας έλεγε πως αυτή η φλυαρία είναι ένα είδος ασθένειας που προκαλείται από τον ‘ιό’ της δύναμης. Όταν μιλάει, λέει, ο αρχηγός, δε μιλάει για να τον ακούσουν οι άλλοι, αφού αυτοί θα τον ακούσουν οπωσδήποτε, είτε το θέλουν είτε όχι. Μιλάει μόνο για ν’ ακούσει ο ίδιος τον εαυτό του, απολαμβάνοντας τη δικιά του δύναμη και την αδυναμία του πλήθους που δεν μπορεί να κουνηθεί ακόμα κι αν το πιάσει κόψιμο ομαδικό. Για ν’ αναπτυχθεί όμως η νόσος και να γίνει ενδημική, πρέπει να υπάρχει οπωσδήποτε ‘περιβάλλον’ ευνοϊκό, δηλαδή ‘έδαφος’ βίας. Αλλιώς τα πλήθη θ’ άρχιζαν να φωνάζουν: ‘Βζζζζ… Ήούουου…. Ή ‘κόφ’ το! κόφ’ το! Και θα σκόρπιζαν βέβαια.

»Ήτανε μια εξήγηση – τυπικά ‘Γοριλική’, τώρα όμως ο Αρίστος έκανε και άλλες σκέψεις: Μπορεί, έλεγε, αυτή η φλυαρία να πηγάζει από το άγχος του ‘Οδηγητή’ που πρέπει να πείσει τα πλήθη για να τον ακολουθήσουν. Μπορεί ακόμα να φοβούνται τις ευθύνες και να θέλουν να τα ξεκαθαρίσουν όλα για να είναι εντάξει όταν θα περάσει αύριο ο ‘Επιθεωρητής’. Αλλά μπορεί να είναι και ένα παιχνίδι που τους σκαρώνει η εωσφορική Αλήθεια, γιατί τη συκοφαντούν και διαδίδουν ότι την παντρεύτηκαν. Ακούνε το σατανικό γελάκι της την ώρα που μιλάνε. Χι, χι, χι!... ‘Κι αν αυτό που λες’, τους ψιθυρίζει στο αυτί, ‘δεν είναι έτσι, αλλά κάπως αλλιώς’ και εκεί που λένε ‘πάει, το φάγαμε κι αυτό’, ακούνε πάει το γελάκι της Αλήθειας, από κάποια άλλη άκρη τώρα: Χι, χι, χι! Τρέχουν και προς αυτή την άκρη, ‘αντιμετωπίζουνε’ το δεύτερο ‘χι, χι, χι’, κι ακούνε ένα ‘χα, χα, χα’ πιο κάτω. Πέφτουν με τα μούτρα στο ‘χα, χα’ και πριν το ξεδιαλύνουν, έρχεται ένα ‘χο, χο, χο’ απ’ το ταβάνι… Έτσι και δέκα ώρες να κρατήσει πια ο λόγος τους, δε θα τους περάσει από το μυαλό η σκέψη ότι φλυαρούν!»

Δεν είναι που η χώρα ξαναμπήκε στον γύψο. Είναι που τα μυαλά έπαψαν να σκέφτονται. Είναι που οι ταγοί παντρεύτηκαν την πολύφερνη νύφη, την «Αλήθεια». Φοβούνται. Γι’ αυτό και δε μιλούν. Και μιλούν μονάχα όσοι δεν έχουν κάτι να πουν. Και οι άλλοι που πρέπει να μιλήσουν, σιωπούν.

Τι δεν καταλαβαίνεις;

Άκου το σατανικό γελάκι της Αλήθειας!

Είναι η σιγή του τρόμου!

Είναι η βιο-εξουσία, ηλίθιε μισθοεξαρτημένε!