Η Πτώση του Αλμπέρ Καμύ

[ Γεωργία(Γιούλα) Τριγάζη / Ελλάδα / 27.05.17 ]

 

Τα έργα των υπαρξιστών συγγραφέων(Κάφκα, Καμύ, Σαρτρ...), πέραν των κοινών ιδεολογικών αρχών τους, σχεδόν πάντα εμπεριέχουν αυτό τον στόχο: Την αποκάλυψη αυτού που υπονοείται, ή και εντέχνως αποκρύπτεται.

Αυτό διαπραγματεύεται ευκρινέστερα από τους υπόλοιπους στο έργο του «Η Πτώση», ο Αλμπέρ Καμύ, που πρωτοδημοσιεύτηκε το 1956 στο Παρίσι.
Ο μονόλογος του golden boy της εποχής, Ζανμπατίστ Κλεμάνς δεν είναι τίποτε άλλο από μια ενσυνείδητη προσπάθεια αυτογνωσίας, που ενέχει όμως πάντα -και αυτό κατά την άποψή μου είναι και το πιο ουσιαστικό-, και το στοιχείο της στοχευμένης αυτοτιμωρίας. Γιατί δεν νοείται αυτογνωσία, χωρίς αυτοτιμωρία. Κι αυτό γιατί ο καλομαθημένος, κόσμιος εαυτός, πάντα βρίσκει οδούς διαφυγής, θέλοντας να παραστήσει άλλο από αυτό που κατ' ουσίαν είναι.
Έτσι στην Πτώση, αυτή η τάση ξεμπροστιάζεται και τιμωρείται συνεχώς. Ο εαυτός πρέπει να μείνει τελικά γυμνός για να ενδυθεί το ένδυμα της ουσίας του.
Η «υπόθεση» εδώ αυτώ καθ' εαυτώ, λίγη έχει σημασία , με την έννοια ότι απλώς αναφέρεται στην αρχή του μονόλογου του ήρωα η αυτοκτονία νεαρής γυναίκας, -πτώση σε ποταμό- μπρος στα μάτια του, στην καλύτερη(!) φάση της ζωής του ως ανερχόμενου δικηγόρου. Αλλά στη συνέχεια τον οδηγεί στην προσωπική κατάδυση στον εαυτό του. Μια κατάδυση όμως δίχως τέλος.
Και γιατί αυτό; Τελειώνει άραγε ποτέ η υποκρισία; Τελειώνει ο ναρκισσισμός; Η ατέρμονη επιθυμία να μας αγαπούν και να μας προσέχουν; Τα επιβεβλημένα στερεότυπα; Ο καθωσπρεπισμός; Οι γονεϊκές επιταγές των μη και των πρέπει; Οι έξωθεν επιβεβλημένοι ρόλοι που καθορίζουν τις σχέσεις των δύο φύλων;
Η Πτώση μέσα στα χρόνια δεν έχει χάσει σταγόνα ενδιαφέροντος ακριβώς επειδή, μέσα από το μονόλογο του ήρωα, όλες οι καθεστηκυίες αντιλήψεις -που ισχύουν το ίδιο και σήμερα- ανατρέπονται από την ίδια τους τη σαθρότητα και υποκρισία.
Κάθε άποψη του Καμύ εδώ, που αφορά ιδεολογίες π.χ. φασισμό και σχέση με το μεταναστευτικό, συνήθεις καθημερινές νοοτροπίες του σύγχρονου ανθρώπου, φιλία, επαγγελματικούς θεατρινισμούς, ερωτικές σχέσεις, γονεϊκό ρόλο, ανθρωποφαγία σοκαριστικών ειδήσεων, παραμένει ένα πραγματικό στολίδι που στα χρόνια μέσα -δυστυχώς από μια άποψη- δεν έχει χάσει την λάμψη της αλήθειας του! Αντιθέτως.
Τελειώνω με μια αναφορά του συγγραφέα στον σύγχρονο άνθρωπο που προκαλεί σκέψη, αλλά και θυμηδία! «Αν θα μιλούσα κάποτε για το σύγχρονο άνθρωπο, θα έλεγα πως είναι κάποιος που συνουσιαζόταν και διάβαζε εφημερίδες!»
Ίσως τώρα πια ούτε κι αυτό.