Η πρόταση δυσπιστίας και η πολιτική ως θέατρο

[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Ελλάδα / 28.03.24 ]

«Πώς μπορούν να είναι τόσο ψύχραιμοι μπροστά στην τραγωδία; Πώς μπορούν να εμπαίζουν με τέτοιο κυνισμό τον κόσμο;» αναρωτιόμουν χθες παρακολουθώντας στη Βουλή τις ομιλίες των κυβερνητικών στελεχών και κυρίως του πρώην υπουργού Μεταφορών Κ.Α. Καραμανλή κατά τη συζήτηση της Πρότασης Δυσπιστίας της αντιπολίτευσης για το Έγκλημα στα Τέμπη.
Αν «οι πολιτικοί υποδύονται αναγκαστικά ρόλους.», αν η πολιτική είναι θέατρο όπως έγραφε ο Τόμας Μάγερ, τότε σε ποια Πράξη βρίσκεται σήμερα η εξουσία του Κυριάκου Μητσοτάκη; Ο Πλωρίτης ονομάτιζε τις Πράξεις ως εξής: «Αρχομανία - Αγώνας για την εξουσία - Κατάκτηση της εξουσίας - Άσκηση της εξουσίας - Κατάχρηση της εξουσίας - Πτώση του εξουσιαστή». Υπάρχει το «Πάθος για την εξουσία και τα πάθη των άλλων...» (Ριχάρδος Γ’, Άμλετ, Μάκβεθ, Τρικυμία), «το πάθος του ίδιου του αρχολάγνου...» (Ερρίκος ΣΤ΄, Ερρίκος Δ΄) , τα «πάθη των θυμάτων», του λαού δηλαδή, και η Νέμεση, ο εκμηδενισμός του ηγέτη, ως καρπός των αδικοπραγιών του αλλά και της ιστορικής αναγκαιότητας. Νομίζω ότι βρισκόμαστε στην Πράξη της Πτώσης... Η οποία δεν ξέρουμε πόσο θα κρατήσει και με ποιες συνέπειες...

Η σύμπτωση της Παγκόσμιας Μέρας Θεάτρου με την «πολιτική παράσταση» των στελεχών της κυβέρνησης στο Κοινοβούλιο κατά την πρόταση δυσπιστίας της αντιπολίτευσης παραπέμπει στο παλιό βιβλίο του Τόμας Μάγερ «Η πολιτική ως θέατρο». Παραθέτω το άκρως επίκαιρο κείμενο που έγραψα την εποχή της έκδοσης του βιβλίου* ξεκινώντας από την εξής ερωτηματοθεσία:

 "...είναι δυνατόν σε συνθήκες κυριαρχίας των ηλεκτρονικών μέσων, να συμφιλιωθούν η εντύπωση και η κριτική πρόσληψη, οι εικόνες και ο λόγος και να υπάρξει μια δημοκρατικά αρθρωμένη κοινή γνώμη, ένας δημόσιος χώρος όπου τελικά θα εκδηλώνεται η αυθεντική δημοκρατική βούληση. Κι ακόμη αν είναι δυνατή η υπέρβαση μιας εικονικής, συμβολικής πολιτικής κενής περιεχομένου, που ως στρατηγική μορφή πολιτικής επικοινωνίας δεν αποσκοπεί στο περιεχόμενο αλλά στο φενακισμό των αισθήσεων.

 Τις απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά επιχειρεί να διατυπώσει ο Γερμανός καθηγητής της πολιτικής επιστήμης στο πανεπιστήμιο του Ντόρτμουντ, Τόμας Μάγερ, ο οποίος εκκινεί από τη θέση του Νιλ Πόστμαν ότι η τηλεόραση είναι «μεταφορά»(metaphora). Και η μεταφορική λειτουργία της συνίσταται στους συμβολισμούς των πληροφοριών της. Μια μεταφορική, δηλαδή, λειτουργία η οποία ποιεί πολιτισμό, διότι μεταβάλλει ριζικά τον τρόπο και το περιεχόμενο του δημόσιου διαλόγου. Ένας πολιτισμός ο οποίος όμως αποερημώνει το δημόσιο χώρο, καθώς δημιουργεί την ψευδαίσθηση της ιδιωτικής παρουσίας στα κέντρα εξουσίας ακυρώνοντας έτσι τη διεκδίκηση επιρροής σ’ αυτά μέσω της ενεργούς συμμετοχής, και του οποίου η πολιτική κουλτούρα δεν αφορά τη σκέψη αλλά την εικονική εντύπωση, όπου η πολιτική απραξία καλύπτεται πίσω από μια φαντασμαγορία πολιτικών ψευδό-γεγονότων και από ακολουθίες ειδώλων.

Αν και συμφωνεί σε όλα αυτά ο Τ. Μάγερ με τον Νιλ Πόστμαν, διαφωνεί ωστόσο με τον σκεπτικισμό του. Ο Μάγερ θεωρεί ότι «Η πολιτική ως θέατρο» μπορεί να αποτελέσει «τη μήτρα γέννησης νέων ουτοπιών». Αλλά για να γίνει αυτό απαιτείται η ενσωμάτωση των ΜΜΕ στην πολιτική και όχι η υποταγή της πολιτικής και των πολιτικών στη λογική των ΜΜΕ. Η αισιοδοξία του δε αυτή εκκινεί από την απελευθερωτική θεώρηση του οπτικού πολιτισμού η οποία εδράζεται στην άποψη του Μπέλα Μπαλάτς και των «φιλοσόφων της ζωής».

Αυτή, όμως, η νέα διάσταση της οπτικής αισθητοποίησης μορφών επικοινωνίας, τρόπων ζωής, σχημάτων αναγνώρισης και κοινωνικών σχέσεων, ενώ ανοίγει καινούργιες δυνατότητες για συνολική γνώση του κόσμου και του εαυτού μας, δημιουργεί συγχρόνως και πρωτόφαντους κινδύνους «εκτύφλωσης, απώλειας της απόστασης από τα πράγματα και εξάρτησης με τη χρήση της προσχεδιασμένης επίδρασης της εικόνας». Η εντύπωση εκτοπίζει το επιχείρημα και τον κριτικό λόγο από τις σκηνές της δημοσιότητας. Η ίδια η πολιτική γίνεται παράσταση και «ακολουθία προσποιήσεων» όπου με την κατάλληλη σκηνοθεσία δημιουργούνται οι εντυπώσεις νοήματος εκεί όπου δεν υπάρχουν παρά μόνο ιριδίζουσες σαπουνόφουσκες

Προς το παρόν, σύμφωνα με τον Τ. Μάγερ, το σύγχρονο πολιτικό θέατρο επιβάλλει ώστε οι πολιτικοί να υποδύονται αναγκαστικά ρόλους. Οφείλουν μάλιστα να έχουν ένα ευρύ ρεπερτόριο ώστε να ανταποκρίνονται στο έργο που η συγκυρία ή το κοινό απαιτούν. Ο πολίτης από την πλευρά του για να βρει τη σχέση της πραγματικής πολιτικής και της παράστασης προσφεύγει στο «νόμο των πιθανοτήτων» βασιζόμενος σε διάφορες πληροφορίες. Με άλλα λόγια η όποια απόφασή του βρίσκεται ανάμεσα στην ορθολογική κρίση και τη ζαριά, όπως ακριβώς συμβαίνει και σ’ ένα στοίχημα. Μέσω αυτής της διαδικασίας οι πολίτες κατηγοριοποιούνται: Πρώτον, στους οπαδούς που αντλούν από το απόθεμα αφοσίωσης στο κόμμα και παρακολουθούν το θέαμα χωρίς να επηρεάζεται η σταθερή τους απόφαση. Δεύτερον, στους «ευαίσθητους ορθολογιστές» που υποστηρίζουν την ηθική της πολιτικής και οι οποίοι απογοητευμένοι από τη σκηνοθεσία καταφεύγουν στην αποχή ή στην ψήφο με «σφιγμένα δόντια». Και τέλος στους ανυποψίαστους που αποτελούν την πλειονότητα και οι οποίοι αναζητούν στο δικό τους μικρόκοσμο τα σημεία προσανατολισμού, ώστε μέσω της ταύτισης να νοηματοδοτήσουν τα θεάματα και τα πρόσωπα της πολιτικής. Οι τελευταίοι είναι εκείνοι οι οποίοι καταφεύγουν κατά κύριο λόγο στις μεθόδους του στοιχήματος με κριτήρια όπως η φύση των... αλόγων, η σωματική τους κατάσταση, η φροντίδα, ίσως και η τροφή, παλιότερα παραπατήματα κ. ά.. Γι’ αυτό το λόγο οι «σκηνοθέτες-σύμβουλοι» των πολιτικών υποκαθιστούν τον πολιτικό τους ορθολογισμό με τις προθέσεις τους, την ηθική και την αξιοπιστία τους με το παρελθόν τους. Η προβολή της ιδιωτικής ζωής κρίνεται αναγκαία για να εξαχθούν συμπεράσματα και να καλυφθεί το κενό ουσίας της δημόσιας εικόνας. Αυτό το κενό της πραγματικής πολιτικής δίνει δουλειά στους λεγόμενους spin-doctors, αυτούς που «βγάζουν τα άπλυτα στη φόρα», στους σκηνοθέτες του φόβου και των φαντασμάτων, οι οποίοι με διάφορα τεχνάσματα μεταθέτουν το πεδίο της αντιπαράθεσης στο επίπεδο των ενστίκτων και των συναισθημάτων. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η παλιά διχοτόμηση σε αποσβολωμένο κοινό και σε παρουσιαστές της εξουσίας παγιώνεται.

Σήμερα, ωστόσο, δεν αρκεί η αποκάλυψη της θεατρικότητας της πολιτικής και των μηχανισμών που την αδειάζουν από την ουσία της, λέει ο Τ. Μάγερ, αλλά απαιτείται να βρεθούν δίοδοι έτσι ώστε μια προοδευτική πολιτική να είναι σε θέση να χρησιμοποιεί τα μέσα ενημέρωσης χωρίς να τα υποδουλώνει. Απαιτείται η ικανότητα των ανθρώπων να αποκωδικοποιούν τον οπτικοακουστικό λόγο, να αποκαλύπτουν τα «σοφίσματα» και τα σκηνοθετικά πυροτεχνήματα ώστε να διαφεύγουν από τις προσπάθειες που αποσκοπούν στη χειραγώγησής τους. Για να συμβεί, όμως, αυτό επιβάλλεται να εισαχθεί σε όλους τους τομείς του εκπαιδευτικού συστήματος η παιδαγωγική των μέσων με πρακτικές αναφορές «ως βήμα στην πορεία προς έναν οπτικό πολιτισμό, ο οποίος θα πληρεί τον -απαράβατο για δημοκρατικά κράτη δικαίου- όρο του ακηδεμόνευτου πολίτη».."

 

*Φιλολογική Βραδυνή, ΤΟΜΑΣ ΜΑΓΙΕΡ, Η πολιτική ως θέατρο, Καστανιώτης