Η πισίνα
[ Νίκος Προσκεφαλάς / Ελλάδα / 10.09.21 ]Έκανε όπως τον συμβούλεψαν οι φίλοι. Στο πάνω μέρος της αυλής έφτιαξε την πισίνα. Μια πισίνα στο εξοχικό, πάνω στην κατάφυτη πλαγιά, ήταν - όπως να το κάνεις- επιλογή εξαιρετική. Το είχε και μόνος του σκεφτεί και τον είχε από καιρό συνεπάρει η ιδέα. Να βουτάει πρωί και βράδυ, να απολαμβάνει ξέγνοιαστα το χάδι του νερού. Και τα κατάφερε. Χρήμα υπήρχε, για αυτό και δίχως καμιά χρονοτριβή τέλειωσε η δουλειά. Το σκάψιμο, όσο χρειαζόταν, το πάνελ από ατσάλι, στεγανοποιήσεις, μονωτικές επιστρώσεις, όλα όπως τα υπολογιζε, όπως τα σχεδιάζε, όπως τα περίμενε.
Εκείνο που δεν περίμενε ήταν το πρωινό θέαμα. Γεμάτη αναπάντεχα η πισίνα του με κάθε λογής ψόφια ζώα. Φίδια και σαύρες που επέπλεαν, ψόφια ποντίκια και σκορπιοί, ένα πρόβατο βέλαζε μισοπνιγμένο, κουνάβια και βρώμικοι φρύνοι, σκουλήκια που τρύπησαν το μέταλλο, σερσένια και σφήκες, που βούιζαν ολόγυρα. Πού βρέθηκαν, πότε μαζεύτηκαν, πότε πνίγηκαν, τι γύρευαν στην πισίνα του, ιδέα δεν είχε. Θολό το νερό κι ακάθαρτο, ούτε σκέψη για βουτιές κι απόλαυση.
Σιχάθηκε, του ήρθε εμετός. Πανικοβλημένος, έκανε στροφή να μη βλέπει κι άρχισε να τρέχει στην πλαγιά. Ούτε που γύρισε να κοιτάξει πίσω. Ο φόβος τού είχε σχεδόν παραλύσει τα μέλη. Ήταν σίγουρος πως όλα εκείνα τα ψόφια και μισοπνιγμένα ζώα ζωντάνεψαν ξαφνικά κι έτρεχαν πίσω του, τον ακολουθούσαν κατά πόδας, ένιωθε σχεδόν την ανάσα τους. Φαινόταν καθαρά πως ήθελαν το κακό του, να του ξεσκίσουν τις σάρκες, να τον κατασπαράξουν ολόκληρο, που δεν υπολόγισε την παρουσία τους όταν έσκαβε, που τόσο απερίσκεπτα τα περιφρόνησε, που ακόμα και την τελευταία στιγμή ούτε μια ματιά δεν καταδέχτηκε να τους ρίξει.