Παράξενη βροχή (μι-λα-ρε)

[ Γιώτα Αναγνώστου / Ελλάδα / 14.01.20 ]

Είδα στον ύπνο μου ότι έβρεχε αντίχειρες. Κι ήταν πολλοί, πάρα πολλοί. Τέτοια βροχή μιλάμε. Κι εγώ σκεφτόμουνα, γαμώτο, μόλις έκανα τα τζάμια. Άντε πάλι απ’ την αρχή.

Επρόκειτο ασφαλώς για εφιάλτη, γιατί είχα λησμονήσει εντελώς τη χρησιμότητα των αντιχείρων. Είναι το μόνο δάχτυλο που μπορεί να έρθει αντικριστά με όλα τ’ άλλα. Απαραίτητο εντελώς στο γράψιμο, μα απολύτως ακατάλληλο για άσεμνες χειρονομίες. (Βεβαιότατα  και υπερβάλλω με τη χρήση των επιρρημάτων και αναμφίβολα επίτηδες το κάνω, από δόλο, για να ξέρει ο εφιάλτης πόσο εφιαλτική μπορώ να γίνω).

Σαν μάθαινα κιθάρα με τον αριστερό αντίχειρα στήριζα απαλά το μπράτσο της για να μπορούν τα άλλα δάχτυλα του αριστερού πάντα χεριού να πάρουν τη σωστή θέση στα τάστα, ενώ για να ακουστεί η νότα έπρεπε ο δεξής μου αντίχειρας ν’ αγγίξει τις χορδές μι-λα-ρε τιράντο ή απογιάντο ανάλογα με την ένδειξη της παρτιτούρας ή το ύφος που είχα επιλέξει για τον αυτοσχεδιασμό (έτσι τα βάφτιζα τα γρατσουνίσματά μου)  και τα υπόλοιπα δάχτυλα του δεξιού τώρα χεριού   να αναλάβουνε τις άλλες τρεις χορδές σολ-σι-μι.

Πάει καιρός που δεν αγγίζω την κιθάρα μου κι έχω ξεχάσει τα παλιά τραγούδια (κι ίσως εκείνη τη βραδιά στην Απανεμιά ή στις Εσπερίδες, δεν θυμάμαι, που είχα παίξει ένα τραγούδι που ‘χα φτιάξει  -να δεις πώς το λέγανε; νομίζω, γράφω τ’ όνομά σου με βροχή ή κάπως έτσι- να την είχα δει κι αυτή μονάχα στ’ όνειρό μου και ποτέ να μην την έζησα). Κι ίσως ακόμα όλη  αυτή η παράξενη βροχή των αντιχείρων του τωρινού μου εφιάλτη να είναι ένα μήνυμα κρυφό, υποσυνείδητο για όλα μου τα ξεχασμένα, για την παρατημένη μου κιθάρα, το όνομά σου με τα βρόχινά του γράμματα που το ‘πιε το σκοτάδι και τα υπόλοιπά μου δάχτυλα. Γιατί χρειάζονται όλα τα δάχτυλα για να συνθέσουν μία μούντζα σε ό,τι μας χαλάει μέσα-έξω, να πιάσουνε μια βαριοπούλα, να γκρεμίσουν  τα κελιά μας και μυστρί για να χτιστεί ένας νέος κόσμος και να νικήσει η ανθρωπιά που λέει ο Παπασωτηρίου (ονειρεύεται κι αυτός… αλλά τουλάχιστον κάνει ωραία όνειρα)