Η οργή του αμνού

[ Γιώτα Αναγνώστου / Ελλάδα / 11.04.22 ]

Είδε το κατασχετήριο. Του γύρισε το μάτι. Ένα σπιτάκι πενήντα(;) τετραγωνικά όλο όλο. Δυο δωμάτια, κουζίνα. Στην αυλίτσα κρεμμύδια, σκόρδα, μαρούλια. Βασιλικοί σε τενεκέδες και κατιφέδες.

Θα του το ’παιρναν. Χρωστούσε. Στην Τράπεζα. Η αρρώστια της κυράς. Το φακελάκι του γιατρού για την επέμβαση. Η σύνταξη δεν έφτανε ούτε για «ζήτω». Το δάνειο. Η υποθήκη.

Πήρε το δάνειο. Πήρε ο γιατρός το φακελάκι. Πήρε ο χάρος την κυρά του, αν κι ο γιατρός ό,τι μπορούσε το ’κανε. Τώρα θα του πάρουν το σπίτι.

Δυο δωμάτια, κουζίνα. Το δωμάτιο που κάθονταν και κουβέντιαζαν. Εκείνη έπλεκε, δίπλα στο παράθυρο, αυτός εφημερίδα. Το κουζινάκι που ’ψηναν καφέ και μαγειρεύανε. Το δωμάτιο που της έκλεισε τα μάτια.

Ήσυχος ήταν. Ένα αρνί. Μα να φοβάσαι την οργή του καλού.

Άρπαξε το κατασχετήριο. Το ’κανε προσάναμμα, την απαίτηση της Τράπεζας στάχτη. Την Κυριακή το πρωί. Μετά την Εκκλησία, με το αντίδωρο ακόμη πάνω στα δόντια. Με τον ίδιο αναπτήρα που άναψε και το καντηλάκι της.

Πέσαμε από τα σύννεφα στη γειτονιά.

Τα σύννεφα δεν μετακινήθηκαν ούτε χιλιοστό.